ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΣΥΜΗΣ Κείμενο_αφήγηση: Ελένη Παπαβασιλείου Σε μια από τις παλαιότερες συνοικίες του Χωριού, στον ΄Αγιο Αθανάσιο, σ΄ ένα αξιόλογο αρχοντικό της οικογένειας Φαρμακίδη, που το δώρησε στο Υπουργείο Πολιτισμού, στεγάζεται το Αρχαιολογικό Μουσείο του νησιού. Πρόκειται για δίπατο σπίτι, με «ανώγαιον, κατώγαιον, μαγειρείον, στέρναν και αυλήν», στο οποίο προστέθηκαν μερικά νεοκλασικά στοιχεία το 1875. Συγκεκριμένα, αποτελείται από τρία δωμάτια διατεταγμένα σε σχήμα Γ και με κουζίνα σε ξεχωριστό κτίσμα, στο ισόγειο του οποίου λειτουργούσε φούρνος. Η επανέκθεση του Μουσείου έγινε την δεκαετία του ΄80 από την Αρχαιολογική Υπηρεσία. Ο επισκέπτης εισέρχεται στο χώρο του μουσείου από την είσοδο στη βόρεια πλευρά του συγκροτήματος που οδηγεί σε βοτσαλωτή αυλή, όπου είναι εκτεθειμένα αρχαία και παλαιοχριστιανικά γλυπτά (επιτύμβιες στήλες, βωμοί, κιονόκρανα, αμφικιονίσκοι κ.α.), ενώ σε μικρότερη εσωτερική βεράντα έχουν τοποθετηθεί αμφορείς διαφόρων εποχών. Η πρώτη αίθουσα, αφιερωμένη στους αρχαίους χρόνους, περιλαμβάνει ευρήματα από περιοχές του νησιού, τα οποία σε μεγαλύτερο βαθμό ανήκαν σε ιδιωτικές συλλογές που παραχωρήθηκαν στην Αρχαιολογική Υπηρεσία. Συγκεκριμένα, πρόκειται για τμήματα επιτυμβίων στηλών με ανάγλυφες μορφές, κεφαλές αγαλμάτων, αγγεία, λυχνάρια, νομίσματα, μυροδοχεία, αγνύθες κ.α. Στη δεύτερη αίθουσα αντιπροσωπεύεται η βυζαντινή περίοδος. Σε χάρτη του νησιού σημειώνονται τα μνημεία από τον 4ο ως και τον 18ο αιώνα, ενώ εκτίθενται αρχιτεκτονικά μέλη των παλαιοχριστιανικών χρόνων (κιονόκρανα, θωράκιο), καθώς και χάλκινα νομίσματα. Η μνημειακή τοπογραφία συμπληρώνεται με φωτογραφικό υλικό από μνημεία της βυζαντινής και ιπποτικής περιόδου, αποτελώντας μια ξεχωριστή ενότητα, όπως και τα εφυαλωμένα πινάκια των αρχών του 13ου αι. από ναυάγιο στο Καστελλόριζο παρουσιάζονται σε μια αυτοτελή προθήκη. Η τρίτη αίθουσα περιλαμβάνει χαρακτηριστικά εκθέματα της μεταβυζαντινής περιόδου, όπως εικόνες, ξυλόγλυπτο επιτάφιο με ζωγραφιστά κομμάτια, αντικείμενα μικροτεχνίας και χειρόγραφα βιβλία (κώδικα βυζαντινής μουσικής, βιβλίο παραινέσεων), από τα οποία ξεχωρίζει ο «Συμαϊκός κώδικας». Πρόκειται για το βιβλίο της Ερμηνείας της Ζωγραφικής του Διονυσίου εκ Φουρνά με σημειώσεις συμιακών ζωγράφων που χρονολογείται στα 1750-1760. Σε ειδικό ταμπλώ προβάλλονται σε φωτογραφίες οι σπουδαίες τοιχογραφίες των καθολικών της Ι. Μονής Μιχαήλ Ρουκουνιώτη (1738), του Προφήτη Ηλία (1734), της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος (1727). Ο τέταρτος κατά σειρά χώρος που ανήκει στο χωλ του σπιτιού, εκεί όπου υπάρχει και η κύρια είσοδος, καταλαμβάνεται από χάρτες περιηγητών με τα σχετικά περιγραφικά κείμενα για τη Σύμη, αεροφωτογραφία του νησιού και σε περίοπτη θέση εκτίθεται το ξύλινο ακρόπρωρο με τη γυναικεία κεφαλή, ενώ σε χαμηλότερο επίπεδο ένα μεταλλικό χρηματοκιβώτιο καραβιού, εξάντες και κάδρα με ανάγλυφες παραστάσεις καραβιών. Η τελευταία αίθουσα έχει λαογραφικό υλικό, όπως γυναικείες φορεσιές, ξυλόγλυπτες και ζωγραφιστές κασέλες, κάδρα, τμήματα ξυλόγλυπτης «μουσάντρας» κ.α. Επίσης, επισκέψιμος είναι ο χώρος της κουζίνας με το ζωγραφιστό γείσο και τα μαγειρικά σκεύη στα ράφια. Ο επισκέπτης θα αποζημιωθεί αρκετά όχι μόνο για τα εκθέματα του μουσείου αλλά και για τη θαυμάσια θέα που θα αντικρύσει από τον εξώστη προς το Πέδι, το Γυαλό, τη Νίμο και την απέναντι μικρασιατική ακτή. Ρόδος: 18/1/2011 |
Από το αρχείο της 4ης Εφορίας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων |
Από τη συλλογή μου |
Σύντομο βιογραφικό σημείωμα: Γεννήθηκα στην Καρδίτσα και εργάζομαι ως αρχαιολόγος στην Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων Δωδεκανήσου. Ασχολούμαι με την ανασκαφική έρευνα τόσο στο νησί της Ρόδου όσο και σε άλλα νησιά του νομού. Επίσης, έχω αναλάβει κατά καιρούς τον οικοδομικό έλεγχο σε παραδοσιακούς οικισμούς της περιοχής, όπως π.χ. Σύμη, Πάτμο, Μεσαιωνική πόλη, Αστυπάλαια. Επιπλέον ασχολούμαι με καταγραφές γλυπτών καθώς και με οργανώσεις ή επανεκθέσεις αρχαιολογικών μουσείων όπως στη Ρόδο, την Κάρπαθο, το Καστελλόριζο, τη Σύμη. |