Καραβοκύριοι και πραγματευταί της νήσου Σύμης κατά τον 18Ο και 19Ο
αιώνα. |
|||||
|
|||||
Kαραβοκύριοι και πραγματευταί της νήσου Σύμης κατά τον 18Ο και 19Ο αιώνα. Εισηγητής : Κωνσταντίνος Α.
Φαρμακίδης
Επίσημα στοιχεία για το μοναδικό οικισμό που αναπτύχθηκε στο βορειοανατολικό άκρο του νησιού και τον αριθμό των κατοίκων του δεν υπάρχουν πριν από το β΄ μισό του 19ου αιώνα. Την εποχή αυτή, της μεγάλης ακμής, αριθμούσε πάνω από 20.000 ψυχές4 και 4.000 σπίτια. Επιδέξιοι σε πολιτικούς χειρισμούς, οι Συμιακοί κατόρθωσαν να αυξήσουν κατά καιρούς τα προνόμια που τους είχαν παραχωρηθεί από τους σουλτάνους, ήδη από το 1523, και να τα διατηρήσουν έως και το 19ο αιώνα5. Καθοριστική για την εξέλιξη του νησιού υπήρξε η παραχώρηση αυτοδιοίκησης και η γενική ατέλεια στα εισερχόμενα και εξερχόμενα από το λιμάνι του εμπορεύματα, όπως και στο σφουγγάρι. Ατελώς, επίσης, μπορούσαν οι δεινοί συμιακοί δύτες να αλιεύουν τα σφουγγάρια σε όλες τις θάλασσες της αυτοκρατορίας. Ελεύθερο κηρύχθηκε και το λιμάνι του Αιγιαλού, όπου ελλιμενίζονταν οι περίφημες συμιακές σκάφες, τα ταχύτερα σκαριά στο Αιγαίο, που μέχρι την εμφάνιση του ατμόπλοιου εξυπηρετούσαν τη στρατιωτική αλληλογραφία μεταξύ των πλοίων του οθωμανικού στόλου και της πρωτεύουσας. Έπειτα από τα παραπάνω, ήταν επόμενη η συγκέντρωση του εμπορίου της ευρύτερης περιοχής στο λιμάνι της Σύμης. Ο 18ος αιώνας Μετά την καταπολέμηση της πειρατείας6, οι κάτοικοι ξεθαρρεύουν και οργανώνουν κατάλληλα τη «Σκάλα» τους . Στα μέσα του αιώνα αυτού, χωρίς να έχει ακόμα επεκταθεί ως εκεί ο μοναδικός οικισμός του νησιού, υπήρχαν όλα τα απαραίτητα εφόδια. Δεξαμενές, αποθήκες, παλάτζα, δηλαδή ζύγι, όπου ζυγίζονταν όλα τα εισαγόμενα και εξαγόμενα προϊόντα, σκαλιάτορες για τον έλεγχο και νυχτοφύλακες για την προστασία του λιμανιού και εγκαταστάσεων σε αυτό. Οι εγκαταστάσεις του λαζαρέτου με τον απαραίτητο υγειονόμο δημιουργήθηκαν απέναντι από τη Σκάλα, στη βόρεια ακτή του λιμανιού, που εξακολουθούσε να παραμένει σχεδόν απρόσιτη από ξηράς. Τη γενική επίβλεψη, συντήρηση και τα οφέλη από το λιμάνι είχε η Δημογεροντία, που λειτουργούσε ως λιμενική αρχή. Εισέπραττε λιμενικά δικαιώματα από όλα ανεξαιρέτως τα πλοία, αλλά εκμίσθωνε τα δικαιώματα είσπραξης φόρων σε ιδιώτες. Ένα τέτοιο λιμάνι, κόμβος Ανατολής και Δύσης, δίπλα στην καρπερή γη της Μικρασίας και στο άβολο, λόγω της δυναστείας των τούρκων πασάδων αλλά και των καιρικών
συνθηκών, λιμάνι της Ρόδου, ήταν επόμενο να καρποφορήσει. Από κατάστιχα,
επιστολές, έγγραφα και διατάγματα που βρίσκονται σε οικογενειακά αρχεία7 μπορούμε να αναφέρουμε την ύπαρξη κατά το 18ο αιώνα τριάντα τουλάχιστον οικογενειών, καραβοκυρίων και πραγματευτάδων. Ιδιαίτερο ρόλο στην ανάπτυξη διαδραμάτισε η ευρυμάθεια των κατοίκων που σπούδαζαν φιλοσοφία και μαθηματικά, γνώριζαν φυσική και αστρονομία. Οι καραβοκύριοι και οι πραγματευταί είχαν τη δυνατότητα να φοιτήσουν σε μια σημαντική σχολή που ιδρύθηκε το 1765 στο νησί, στη Σχολή της Αγίας Μαρίνας, μαζί με μετέπειτα διδασκάλους του Γένους, όπως ο Κωνσταντίνος Βαρδαλάχος και άλλοι. Οι Συμιακοί από παράδοση υπήρξαν εξαιρετικοί ναυπηγοί. Η ανάπτυξη της ναυτιλίας προκάλεσε την άνθιση της πατροπαράδοτης τέχνης τους, που έως τότε και λόγω σχετικών τουρκικών απαγορεύσεων περιοριζόταν στην κατασκευή μικρών σκαφών. Στο ίδιο το νησί σκάρωναν πλέον εκτός από τη συμιακή σκάφη, καράβι τρικάταρτο, τραμπάκολο, σαϊτζίνι, μαρτίγο, μπομπάρδα, γολέττα και ίσως και πέραμα. Είχαν τη δυνατότητα όχι μόνο να χτίσουν αλλά και να επανδρώσουν πλοία. Διάβαζαν με ευχέρεια τους πορτολάνους9, κολυμπούσαν σαν χέλια στον αφρό και ήταν αδίστακτοι στην κατάδυση10. Οι συναλλαγές τους γίνονταν με νομίσματα κυρίως τουρκικά, χωρίς να λείπουν και άλλα. Τα κατάστιχα αναφέρονται σε λίρα τουρκίας, γρόσια, παράδες, πατάκες, άσπρα, φλωρία, μισχάλι, ναφές, ζιχίνι, μαζάρικο, ζερζελί, μπαρμπαρίστικο, τζακεριδέκια , σκουλλάκια, φουντουκλιά, τζερμακιούπια, πολίτικα, μιστριώτικο, κιλίκια, γιουσλίκια, τάλαρα (δίστηλα κολωνάτα), ρέγγινα, βέργα χρυσού αξίας 5 φλωρίων, φλωρία βενέτικα, τομπλόνι11. Ενδεικτική για τα εμπορικά ήθη της εποχής και πιθανότατα όχι μοναδική, είναι η περίπτωση της Χατζηδούκισσας Χατζηιωάννου, μιας χήρας είκοσι ετών, που διακινούσε εμπορεύματα επί τριάντα χρόνια μέσα και έξω από τη Σύμη. Στα 1770 παίρνει στα χέρια της τη διαχείριση της περιουσίας του άντρα της και επιδίδεται στο εμπόριο και τις ναυτιλιακές συναλλαγές με Βενετσιάνους και άλλους ξένους και ντόπιους πραγματευτάδες. Εμπορεύεται σύμφωνα με τα δευτέρια της : σιτάρι, κριθάρι, σουσάμι, κουκιά, λάδι, σύκα, μέλι, ρεβίθια, φασόλια, ρύζι, φραγκοσίταρο, αμύγδαλα, σαπούνι, καφέ, σταφίδα, καπνό, μαλλί, μετάξι, λινάρι, στόφες, ατλάζα, ορανίες, γεμενιά, γαϊτάνια, καραβόπανα, πανιά από Γάζα, μπακίρι, ασήμι, μάλαγμα. Εκτός από τη Σύμη και τη Ρόδο διακινούσε αγαθά στην Αλικαρνασσό, στα χωριά της Καρίας, στη Μέλασσο και τα Μούγλα, στα νησιά του Αιγαίου, στις Κυκλάδες και την Κρήτη. Δάνειζε το χρήμα της με τόκο 10% στο συγγενικό της περιβάλλον, 20-25% σε άλλους και 50-60% σε θαλασσοδάνεια. Πέθανε το 1800 εμπορευόμενη έως την τελευταία της πνοή, αφήνοντας κι αυτή με τη σειρά της το βιος της και τα δευτέρια της στο μοναχογιό της Χατζηαγαπητό. Η μάνα του τον ήθελε μορφωμένο για να τον μπάσει στο συνάφι της, του έφτιαξε σπίτι μεγαλόπρεπο, του έδωσε σουρμαγιά με 10% τόκο για να εμπορεύεται, καϊκια για να ταξιδεύει και εξασφάλισε ένα πλούσιο γάμο. Ο Χατζηαγαπητός σε ηλικία 19 χρονών είχε ανοίξει ήδη τα πανιά του. Από το 1788 ιδρύει με συγγενείς εξ αίματος και εξ αγχιστείας εταιρείες συντροφικές. Α΄ Συντροφία 1788-1802, καπιτάλι 45.722 γρόσια Β΄ Συντροφία 1802-1816, καπιτάλι 28.500 γρόσια Γ΄ Συντροφία 1816-1827, καπιτάλι 19.970 γρόσια Δ΄ Συντροφία 1827-1842, καπιτάλι 36.800 γρόσια Χτίζει καράβια που ταξίδευαν σε Ανατολή και Δύση, ένα το 1793, ένα το 1795, δύο το 1799, δύο το 1803. Προορισμός τους τα νησιά του Αιγαίου, η Κωνσταντινούπολη, οι Κυδωνιές και η Αλικαρνασσός, και άλλα λιμάνια στην ανατολική λεκάνη της Μεσογείου και την Αραβία («Σάμι και Παρασάμι ως και το Ραχίτιον»). Και ακόμα στη Φραγκία, τη Βενετία και το Τριέστι. Θα διατηρήσει τη συνεταιριστική ιδέα έως το τέλος της ζωής του. Το διαμετακομιστικό εμπόριο της τουρκοκρατούμενης ακόμα Σύμης θα παραμείνει στα χέρια των ίδιων οικογενειών, που θα ενισχυθούν από τους γόνους τους, αλλά και από καινούργιους εμπόρους και καραβοκύρηδες. Ο αριθμός των ασχολουμένων με αυτές τις δραστηριότητες διπλασιάζεται και το ενδιαφέρον τους στρέφεται στη νέα ζήτηση, το σφουγγάρι και την ξυλεία. Η Πύλη δίνει άδειες σκαρώματος καραβιών 300-400 τόνων για την καλύτερη διακίνηση του εμπορίου, υπό τον όρο να μην είναι πολεμικά και να επανδρώνονται με συμιακά πληρώματα12. Κατά τον Μιχαήλ Γρηγορόπουλο, ο αριθμός των μεγάλων πλοίων, 100-700 τόνων που υπήρχαν στο νησί, δεν υπερέβαινε τα 25, ενώ τα μικρότερα σπογγαλιευτικά. 8-12 τόνων, υπολογίζονταν σε 200-25013. Κατά τον καθηγητή Σωτήριο Αγαπητίδη υπήρχαν 150 σκάφη 300 τόνων στον εμπορικό στόλο των Συμιακών. Εκατοντάδες πλοία χτίζονταν όχι μόνο για ντόπιους αλλά και ξένους, ιδίως από την Κύπρο, την Κρήτη, τη Μυτιλήνη, τη Χίο, την Τήνο και άλλα λιμάνια και νησιά. Η ναυπηγική, η πατροπαράδοτη τέχνη των Συμιακών, προσέφερε στους νέους επιχειρηματίες τα είδη των σκαφών που ανταποκρίνονταν και στις νέες απαιτήσεις. Σκάρωναν σκάφη για ψάρεμα του σφουγγαριού με σκάφανδρο, για τη μεταφορά των βαρκών των γυμνών δυτών, σκάφη για ντεπόζιτα τροφίμων και ξεκούραση δυτών14. Ο ΄Αγγλος James Brook, που πέρασε το 1837, γράφει σε μια σκιαγράφηση του νησιού: «…το λιμάνι αποτελεί μια πηγή πλούτου, που συμπληρώνει τα μειονεκτήματα του εδάφους, όλα προδίδουν εμπορική ευρωστία και ευημερία. Προμήθειες όλων των ειδών μπορούν να αποκτηθούν. Προμηθευτήκαμε ακόμη ρούμι και πατάτες, προϊόντα άγνωστα στη Ρόδο…Είναι δύσκολο να συμπεράνει κανείς (την ενδυμασία) για τους άντρες, καθώς ντόπιοι κι ξένοι συγχέονται. Πράκτορες και έμποροι από διάφορα λιμάνια ζουν εδώ για να αγοράσουν σφουγγάρι και μαζί με έλληνες καπεταναίους και πλοηγούς δημιουργούν μια ποικίλη φυλή…»15. Ο Νίκανδρος Φιλάδελφος, ο Συμαίος, λέει στο λόγο του στο γυμνάσιο της Σύμης το 184316: «Υμείς δε οι κάτοικοι ακροαταί της νήσου ταύτης και παιδιόθεν γνωρίζω και ήδη ερευνών ανευρίσκω ότι εκ προγόνων έχετε κλίσιν εις τα καλά και ευφυίαν ου μικράν καθότι παλαιόθεν και σχολείον πάντοτε διετηρήθη ενταύθα και πεπαιδευμένοι πατριώται, ιατροί, διδάσκαλοι, έμποροι, ναυτικοί, δεν έλειψαν έως την σήμερον να στολίζουν την ταπεινήν ταύτην και ορεινή, νήσο μας: και ναυτικόν όχι ευκαταφρόνητον παραπλέον τας ακτάς της Αφρικής, της Συρίας, της Ασίας, της Ευρώπης, και αυτάς του Ευξείνου Πόντου, επλήρουν αρχαιόθεν τα ορμητήρια της νήσου μας. Τοιαύτα λέγω, καλά ενεργούντο παρά των προγόνων ημών εις την πατρίδα καθ΄ όν καιρόν πολλαί άλλαι πόλεις και νήσοι της Ελλάδος έζων ακόμη υπό την αγροικίαν, προελθούσα ως εκ της επιπεσούσης ημίν τοις Έλλησι, βαρυτάτης δουλείας». Από τις αρχές του 19ου αιώνα η Αγγλία, η Αυστροουγγαρία17, η Κραταιά Ρωσία και μετά την ανεξαρτησία της η Ελλάδα, εγκατέστησαν προξενικούς πράκτορες για την προστασία των συμφερόντων και των υπηκόων τους18. Σταδιακά θα διαχωριστούν οι δραστηριότητες των καραβοκυρίων από τους πραγματευτές. Οι καραβοκύριοι θα συνεχίσουν, όπως παλιά, να ναυλώνουν τα πλοία τους. Με την αύξηση όμως της ζήτησης του σφουγγαριού στην Ευρώπη για βιομηχανική χρήση, οι Συμιακοί που λειτουργούσαν ως πράκτορες μεγαλεμπόρων, όπως των Ράλλη, των Έγκελς και άλλων ευρωπαίων εμπόρων, ιδρύουν δικούς τους οίκους19 στις μεγάλες πόλεις : Λονδίνο, Παρίσι, Βρυξέλλες, Γένοβα, Μασσαλία, Τριέστε, Βενετία, Βερολίνο, Κωνσταντινούπολη, Σύρα, Σμύρνη, Αλεξάνδρεια, Σφαξ, Βεγγάζη και αλλού. Τα εμπορεύματα που διακινούνται είναι παρόμοια με αυτά του προηγούμενου αιώνα20. Από την ίδια τη Σύμη εμπορεύονται σφουγγάρι, ξηρά και νωπά φρούτα - περισσότερο το σύκο και τη σταφίδα -, παστά ψάρια και ξυλεία από την απέναντι ακτή για κατασκευές και καυσόξυλα. Από την Ευρώπη εισάγονταν σίδηρος, καραβόπανα αγγλικά και αμερικάνικα, όλα τα ναυτιλιακά είδη, ρούμι , μπύρα, χαρτοπαικτικά χαρτιά, κεραμίδια, ατσάλι, χρώματα, πορσελάνες, οικοδομική ξυλεία, φάρμακα, ,μανιφατούρα21. Στα 1863, μόνο στην περιοχή του Αιγιαλού, του λιμανιού της Σύμης, λειτουργούσαν 360 καταστήματα22, ταβέρνες και βιοτεχνίες σε αντίστοιχο αριθμό ακινήτων. Το 19ο αιώνα παύει η κυριαρχία των τουκρικών νομισμάτων στις συναλλαγές. Η Δημογεροντία εκδίδει τις ισοτιμίες για διευκόλυνση των εμπορευμάτων που συναλλάσσονταν πλέον με λίρα Αγγλίας, λίρα οθωμανική, εικοσόφραγκο, μαχμουτιέ, κρεμίτσα, εικοσόφραγκον παλαιόν, φράγκο, δίστυλον, ρεγγίνα, αργυρόν μετζετιές, φιωρίνι Αυστρίας, σελλίνιον ινδικόν, σφάζικο, αργυρόν πέλζικο, αργυρόν εξάριον, ρωσικόν καρποβόλον, εξάριον, παλαιόν ρώσικόν, τάλληρον πρωσικόν, καπίκι, ρούβλι, ρουπί, καρετάκι23. Για την οικονομία της Σύμης καθοριστικότερη ακόμη και από την εμφάνιση του ατμόπλοιου υπήρξε η σταδιακή κατάργηση των προνομίων από το 1869, που σε συνδυασμό με τις ιστορικές συγκυρίες και τις γεωπολιτικές αλλαγές που προκάλεσαν οδήγησαν στο μαρασμό του επόμενου αιώνα. Οι οικογένειες των καραβοκυρίων και των πραγματευτάδων ακολούθησαν την διασπορά του υπολοίπου πληθυσμού του νησιού επιβεβαιώνοντας ίσως το παλιό συμιακό ρητό: « ο θεός τις μύττες κόβγει τες και τα τρουλιά χαλά τα και τα μεγάλα κάτεργα ξέει και διαλά τα».
Σημειώσεις
1. Ιδιωτικό Αρχείο Κ.Α.Φαρμακίδη. Ρόδος.
«Κοτσάνια και Τεσκερέδες οικογένειας Ιωάννου Κ. Φαρμακίδου». Δ.Χαβιαράς,
Σύμη, Δωδεκάνησος, Έτος Α΄ 1918.
Δ.Χαβιαράς, Ελαιούσα τανύν Ελέσα. Νήσος της Καρίας, Ροδιακόν Ημερολόγιον, Τύποις Απόλλωνος, Ρόδος 1913. σ.52.
2.
Για την ιστορία του νησιού βλ.Ε.
Κλαδάκη-Βρατσανού, Σύμη, Ιστορικό περίγραμμα, εκδ. Εφημερίδας
«Συμαϊκόν Βήμα», Αθήνα 1997. Ι.Μ. Χατζηφώτη, Σύμη, Ο βιγλάτορας του ελληνικού αρχιπελάγους, Αθήνα 1996μ σ. 16-23. Κ
Φαρμακίδης - Α. Καρακατσάνη, Σύμη, Οδηγός, Αθήνα 1975, σ. 10-15. Χ.Ι.
Παπαχριστοδούλου, Τοπονύμια Σύμης, Συμαϊκα
Α ΄ (1972), σ 32-40. Σ.Ι. Αγαπητίδης, Η
Σύμη από δημοσιονομικής και
δημοσιογραφικής απόψεως, Αθήναι 1930, σ. 7-8. Π.Καστρουνή, Ολίγα τινά
περί της Σύμης, Δωδεκανησιακό
ημερολόγιο, Τύποις Ταχυδρόμου, Αλεξάνδρεια 1923, σ. 49. Μ.Σ.
Γρηγορόπουλος, Η νήσος Σύμη. Πραγματεία
υπό γεωγραφικήν έποψιν μετά
εικονογραφειών, Αθήναι 1875, σ. 7.
3.
Ωγυγία
ή Αρχαιολογία, συνταχθείσα υπό
Αθανασίου Σταγειρίτου, Β΄, Βιέννη 1816, σ. 29. Δ.Χαβιαράς, Περί σπόγγων και σπογγαλιείας από των
αρχαιοτάτων χρόνων, μέχρι των καθ΄
ημάς, Αθήναι 1916, σ. 14-21. 4.
Υπόμνημα
του Μονίμου Επιτροπείας των εν Αθήναις και Πειραιεί σωματίων των αλυτρώτων
νησιωτών του Αρχιπελάγους, Αθήναι 1912, σ. 13. Σ.Ι.Αγαπητίδης, Ο
πληθυσμός της Σύμης, Συμαϊκα Α΄(1972),
σ.28.
5.
Ζ.Ν.Τσιρπανλής,
Ιταλοκρατία στα Δωδεκάνησα 1912-1943,
Ρόδος 1998, σ. 23-24. Θ. Μπινίκου, Τα προνόμια και η αυτονομία των Σποράδων
νήσων του Αιγαίου στην οθωμανική αυτοκρατορία 1523-1912, Ανακοίνωση στο
Συμπόσιο της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών Δωδεκανήσου. Γ.Θ. Βεργωτή, Κώδιξ 24
του Ιστορικού Αρχείου Δωδεκανήσου και οι περί προνομίων αγώνες των Συμαίων, Συμαϊκά Β΄ (1974), σ. 5-16.
Α.Καρανικόλα, Νότιες Σποράδες, Σελίδες από την ιστορία των προνομίων τους,
Παρνασσός 13 (1971),σ. 423-449. Μ. Σκευοφύλακος, Ο Πανορμίτης και η
περιώνυμος μονή του, Αθήναι 1956, σ. 23-25, Αγαπίδης, ό.π. (υποσημ. 2),
σ. 9-18.
6.
Β.Λ. Γεωργίου, Η εμπορική εξάπλωση και
η γένεση της ελληνικής εμπορικής ναυτηλίας (1700-1821), Ελληνική εμπορική ναυτιλία, εκδ. Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδος,
Αθήνα 1972, σ. 26.
7.
Ιδιωτικό Αρχείο Ηλία Γ. Αγαπίδη, Ρόδος,
Ιδιωτικό Αρχείο Ευαγγελίας Γεωργά-Βολονλακη, Ρόδος. Ιδιωτικό Αρχείο
Κωνσταντίνου Α Φαρμακίδη, Ρόδος (περιλαμβάνει και σπαράγματα από έγγραφα των
Νικολάου Γ. Διακίδη, Βας. Μελιδώνη, Σταυριανού Μπάρβα, αδελφών Φωτιάδη,
Μιαχαήλ Μαρκόνη και Ιωάννου Μαρκόνη και μετέπειτα Ιεροθέου, ηγουμένου την
Ι.Μ. Πανορμίτου), Αρχείο Δήμου Σύμης.
8.
Γ.Ι. Ζουρούδη, Η ναυπηγική στη Σύμη,
Συμαϊκά Β΄ (1974), σ. 157-181. Μ.Σ. Γρηγορόπουλος, Η νήσος Σύμη. Πραγματεία υπό γεωγραφικήν, ιστορικήν, και στατιστικήν έποψιν, Αθήναι 1877, σ. 40-50.
Ιδιωτικό Αρχείο Ηλία Αγαπητίδη, Ρόδος.
«Δευτέριον X”Αγαπητού Χ”ιωαάννου ή Αγαπίδη». Γ.Θ. Βεργώτη, Η εκπαίδευσις εις
την Σύμη, Ιστορική έκθεσις από το 1765
μέχρι σήμερον, Ρόδος 1968, σ. 8-15. Α.Κρακατσάνη - Κ.Φαρμακίδης, Η Σάλα
του Χατζηαγαπητού στη Σύμη, Αθήνα 1992.
9.
Φ.Β.Κωνσταντινίδη, Η βιβλιοθήκη του εν
Σύμη αναγνωστηρίου «η Αίγλη», Συμαϊκά Α΄σ (1972), σ. 165,171, αριθμ. Βιβλ.
39,101.
10.
Ε.Τσελεμπί, Οδοιπορικό στην Ελλάδα (1668-1671), Αθληνα 1994, σ. 306-307.
11.
Ιδιωτικό Αρχείο Ηλία Γ. Αγαπίδη , Ρόδος. «Δευτέριον
Χ΄Αγαπητού - Χ΄΄Ιωάννου ή Αγαπητίδη». Ε.Γεωργά-Βολονάκη, Δικαιοπρακτικά
έγγραφα του 18ου αιώνα, Συμαϊκά Β΄(1974), σ. 214, αριθμ. 21.
Κρακατάσανη - Φαρμακίδης, ό.π.(υποσημ. 8), σ. 66.
12.
Ιδιωτικό Αρχείο Κωνσταντίνου Φαρμακίδη,
Ρόδος, Διατάγματα του Διοικητή της Ρόδου, Οσμάν Ασήμ Βέη, μεταφρασμένο στην
ελληνική από το γραμματέα της διοικήσεως.
Οσμάν Ασήμ Βέης
Διοικητής Ρόδου και των υπ΄ αυτής Σποράδων Νήσων
Κ.Μοδούρη και πιστή Δημάρχου της νήσου Σύμης. Συνεπεία
αιτήσεως του Συμαίου Εμμανουήλ υπηκόου της Υψ. Πύλης του Εξαιτήσαντος
άδειαν όπως έν Σύμη ναυπηγήση έν πλοίον. Χωριτικότητος κοιλών Κ/πόλεως
14.000, δέκα τεσσάρων χιλ. του οποίου την ναυπηγήσιμον αναγκαιούσαν ξυλείαν
να κόψη εκ των δασών της επαρχίας Μούγλων εξεδόθη Υψ. Διαταγή δι ής
παραχωρείται η εκτέλεσις της αιτήσεως του τη επιθυμία της Υψ. Κυβερνήσεως
ήτις περιστρέφεται αϊποτε προς
απόδοσιν ευκολίας και συνδρομής και τη προόδω και αναπτύξει του εμπορίου τοις
υπηκόοις Αυτοίς εμπόροις το αναφερόμενον όθεν ναυπηγήσομεν πλοίον επειδή
θέλει ναυπηγηθεί επί τη υποσχέση του διαληφθέντος Εμμανουήλ εις σχήμα
εμπορικόν και ουχί πολεμικόν, φέρων πάντοτε σημαίαν οθωμανεμπορικήν και ουχί
ξένην και υποχρεούμενος μετά τη διεκπερέωσίν του να λάβη από της Κ/πόλεως
λιμεναρχείον το απετούμενον ναυτιλιακόν έγγραφον, παραχωρείται αυτω και της
ναυπηγήσεων άδεια και διατάττομεν παρ΄ ουδενός να μη παρεμποδίζεται, ,μάλιστα
να αποδοθεί αυτώ η δέουσα συνδρομή και βοήθεια.
Ρόδος τη 26 Ρεπιούλ εββέλ 1282 ήτοι Ιουλίου 27 1866.
Υπογραφή Σφραγίς Μονογραφή
13.
Γρηγορόπουλος, ό.π.(υποσημ. 8), σ. 58.
14.
Είδη μικρών σκαφών γοα σπογγοαλιεία:
τριχαντήρι, αχταρμάς, μπρατσέρα, σκάφη, βαρκαλλαδί, βάρκα. Σκάφη άνω των 40
έως 100 τόνων: μπρατσέρα, βαρκαλλάς, καραβόσκαρο. Τα τελευταία συνόδευαν τα
σπογγαλιευτικά ως τεπόζιτα ή ως παγκέττα, που φόρτωναν τη βουττηστάδικες
βάρκες , μεταφέροντας τες στον τόπο προορισμού τους.
15.
J.
Brook, Sketch of the Island and Golf
of Symi i\on the Southwest Coast of
Anatolia , in February 1837, Journal of the Royal Geografic Society
VIII, 1(1838), σ.
132-133.
16.
2.
17.
Ιδιωτικό Αρχείο Νικολάου Β. Φαρμακίδη,
Ρώμη, Ιταλία.
18.
Αρχείο Δήμου Σύμης, Ιδιωτικό Αρχείο
Ευαγγελίας Γεωργά-Βολονάκη, Ρόδος.
19.
Ιδιωτικό Αρχείο Κωνσταντίνου Α.
Φαρμακίδη, Ρόδος. Έγγραφα Υιών Κωνσταντίνου Β. Φαρμακίδη (Τεργέστη), Υιών
Νικήτα Πετρίδη(Λονδίνο-Παρίσι), Ηλία Φακλή (Λοανδίνο-Παρίσι), Νικήτα Κατριού
(Τεργέστη), Βογιατζή (Βρυξέλλες-Αίγινα), Αντωνίου Αγγελίδη (Σύμη)
20.
M.
Eftymiou-Hadjilacoy, Rhodes et sa
region elargie au 18eme siecle. Lew activites portuaires, σ. 206,209.
21.
Ιδιωτικό Αρχείο Κωνσταντίνου Α.
Φαρμακίδη, Ρόδος. Έγγραφα των Νικ. Διακίδη-Βενιαμίν, Γεωργίου Βασ. Μελιδώνη,
Σταυριανού Μπάρβα, Φίλιππου Πετρίδη, Ιωάννου Ππίνου, Αφών Φωτιάδη (Μαρκονή).
22.
Ιστορικό Αρχείο Δωδεκανήσου, Κώδικας
αριθ. 24 από το Αρχείο της Δημογεροντίας Σύμης, «Γενικός Κατάλογος των εν
Αιγιαλώ μαγαζιών κανονισθέντων παρά των Κυρίων πληρεξουσίων του έτους 1863,
30 Νοεμβρίου, σ. 37-40.
23.
Αρχείο Δήμου Σύμης. |
|||||
Κωνσταντίνος Α. Φαρμακίδης / Constantinos A. Farmakidis
Καραβοκύριοι και πραγματευταί της Νήσου Σύμης κατά
το 18ο και 19ο αιώνα
Ship owners and
merchants of the Η θέση του νησιού της Σύμης, κοντά στα μικρασιατικά παράλια και λίγα μίλια βορειοανατολικά της Ρόδου, σε συνδυασμό με το άγονο έδαφος και τα πολλά, ασφαλή φυσικά λιμάνια που διαθέτει, ώθησε από πολύ νωρίς τους κατοίκους του στην ενασχόληση με τη θάλασσα. Οι Συμιακοί υπήρξαν από τους μυθικούς χρόνος έμπειροι και επιδέξιοι ναυπηγοί, ατρόμητοι θαλασσινοί, τολμηροί σφουγγαράδες. Οι δεξιότητες τους αυτές τους βοήθησαν να εξασφαλίσουν από τους σουλτάνους ιδιαίτερα προνόμια για το λιμάνι, τα καράβια και το εμπόριο που διεξήγαν. Μετά την καταπολέμηση της πειρατείας και πριν ακόμα απλωθεί ο οικισμός προς την ακτή, η Δημογεροντία που λειτουργούσε ως λιμενική αρχή, οργάνωνε στην περιοχή του Αιγιαλού τη «Σκάλα». Στα μέσα του 18ου αιώνα το λιμάνι διέθετε δεξαμενές νερού, αποθήκες, παλάντζα (ζύγι), «σκαλιάτορε» και νυχτοφύλακες. Οι εγκαταστάσεις του λαζαρέτου δημιουργήθηκαν στη βόρεια, απρόσιτη τότε ακτή. Από τη μελέτη οικογενειακών αρχείων προκύπτει ότι κατά το 18ο αιώνα υπήρχαν στο νησί γύρω στις τριάντα οικογένειες που ασχολούνταν με το εμπόριο και τη ναυτιλία. Διακινούσαν ποικίλα αγαθά από και προς τα λιμάνια της ανατολικής Μεσογείου αλλά και της Ευρώπης. Τα μικρότερα από τα πλοία τους σκαρώνονταν στα ναυπηγεία του ίδιου νησιού. Η δραστηριότητα του εμπορίου διαχωρίστηκε από αυτή του καραβοκύρη κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα και ο αριθμός των ενασχολούμενων οικογενειών περίπου διπλασιάστηκε. Εξακολουθούσαν να εμπορεύονται παρόμοια αγαθά με αυτά του προηγούμενου αιώνα, όμως ανάμεσα τους τα σφουγγάρια και η ξυλεία έγιναν ιδιαίτερα προσοδοφόρα. Στους ταρσανάδες μπορούσαν πλέον να ναυπηγηθούν για τους Συμιακούς, αλλά και για άλλους νησιώτες, μεγάλα πλοία. Η εγκατάσταση προξενικών πρακτόρων διαφόρων χωρών από τις αρχές του 19ου αιώνα υποδεικνύει τη σημασία του λιμανιού της Σύμης για το διαμετακομιστικό εμπόριο της ευρύτερης περιοχής. Η σταδιακή όμως κατάργηση των προνομίων από το 1869 σε συνδυασμό με τις ιστορικές συγκυρίες και τις γεωπολιτικές αλλαγές που προκάλεσαν, οδήγησαν, όχι μόνο το λιμάνι αλλά και ολόκληρο το νησί, στο μαρασμό του επόμενου αιώνα.
The With the suppression of piracy in the Based on family archives, in the course of the 18th
century, about thirty families of the island were occupied with commerce and
navigation to and from the ports of Asia Minor as well as The occupation of a merchant became distinct from that of a ship-owner
in the course of the 19th century when the number of merchant
families almost doubled. The type of merchandise was still similar with that
of the previous century; however the export of sponge and timber became very
profitable. In the local shipyards, the ΄tarsanades΄, The Symiotes built even
larger boats not only for themselves but for their islanders as well. The
installation in Symi of foreign consulates from the beginning of the 19th
century shows the importance Symi΄s port had for wider commerce. Nonetheless, the gradual withdrawal of Symi΄s privileges from 1869 on,
along with historical and geopolitical changes in the Aegean, led to decline
not only for the port, but for the economy of the entire island. |
|||||
ΠΡΟΕΔΡΟΣ : Ας προχωρήσουμε στην τελευταία ομιλία του κυρίου Φαρμακίδη ΜΕΛΟΣ : Δύο πράγματα ήθελα να ρωτήσω. Εκτός από την περίπτωση της Χατζηδούκισσας Χατζηιωάννου, έχουμε αναφορά άλλης γυναίκας, που να έχει σημαντική δραστηριότητα αυτής της μορφής; Αυτό είναι το ένα. Και το άλλο είναι ότι μου έχει δημιουργηθεί η εντύπωση, ότι αυτός ο τρομερός μαρασμός της Σύμης οφειλόταν κυρίως στην κατάληψη από τους Ιταλούς και την έλλειψη πια δυνατότητας αφ΄ ενός να έχουν επαφή με τη Μικρά Ασία, αφ΄ ετέρου με την Τουρκία γενικότερα. Κατάλαβα καλά ότι εσείς την αποδίδετε απλώς στο ότι σταδιακά έπαψαν να έχουν τα προνόμια από την οθωμανική αυτοκρατορία. ΜΕΛΟΣ : Μπορώ να συμπληρώσω κάτι στην πρώτη ερώτηση; Για να μην επανέρχομαι. Εκτός από το αν υπάρχει άλλη γυναίκα, η ίδια είναι αποδεκτή στην όποια σύναξη των αντίστοιχων εμπόρων; Κ. ΦΑΡΜΑΚΙΔΗΣ : Ναι, η γυναίκα είναι αποδεκτή. ΜΕΛΟΣ : Αποδεκτή και με κύρος; Κ. ΦΑΡΜΑΚΙΔΗΣ : Και με κύρος. Μέχρι τις ημέρες μας υπάρχει. Γιατί παλαιότερα, βέβαια, έλεγαν « του καλού ανδρός το Μάη και τον Απρίλιο συμβαίνουν ναυάγια χηρεύει» . Οι περισσότερες ήταν χήρες, οπότε έπαιρναν την περιουσία του ανδρός και οπωσδήποτε για να μεγαλώσουν τα παιδία τους, να τα μορφώσουν και τα λοιπά, έπρεπε να δουλέψουν οι ίδιες ή ως έμποροι ή ως καραβοκύριες. ΜΕΛΟΣ : Και οι άλλοι τις αποδέχονταν; Κ. ΦΑΡΜΑΚΙΔΗΣ : Βεβαίως . Έχουμε αναφορές: της Φώταινας το καΐκι, της Μαρίνας το καΐκι. Οπότε ήταν μέσα στην πιάτσα η γυναίκα. Υπήρχαν προφανώς πολλές. Το δεύτερο, για το μαρασμό, γιατί όταν έχει κανείς ατέλεια και τα εμπορεύεται ελεύθερα το σφουγγάρι ή οποιοδήποτε άλλο εμπόρευμα στην Ευρώπη και ο δασμός είναι μικρότερος, παλαιότερα έδιναν μόνο σφουγγάρι για τα χαρέμια του Σουλτάνου και το παλάτι και 60.000 άσπρα και από εκεί και πέρα έκαναν ό,τι ήθελαν οι ίδιοι ως κοινότητα χωρίς να πληρώνουν κανένα επιπλέον φόρο. Από το 1869, οπότε έγινε ο αποκλεισμός του λιμανιού της Σύμης, άρχισαν σιγά-σιγά οι Τούρκοι να παίρνουν τα δικαιώματα τους, περίπου τη δεκάτη 8% και κάτι τέτοια. Οπότε ελαττωνόταν το έσοδο της δημογεροντίας και των εμπόρων, γιατί παλαιότερα πλήρωνα 1% ή και καθόλου στη δημογεροντία.. Όπως μόνο πλήρωναν το φόρο στο αλάτι και στα οινοπνευματώδη. Κ. ΦΑΡΜΑΚΙΔΗΣ : Είναι οι συγκυρίες, από τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο, από το ΄14, οπότε οι άρχοντες που είχαν στη Μικρά Ασία τα κτήματα τους, το εμπόριο τους και τα λοιπά, διώχθηκαν. Όπως λένε, τα ποντίκια φεύγουν πρώτα από το καράβι. Γενικά εδημιουργήθησαν τέτοιες συνθήκες από την ξένη κατοχή που έκαμψαν την πρόοδο και απογοήτευσαν τον πληθυσμό και κυρίως το νεανικό δυναμικό και δεν προσαρμόστηκε με τις εξελίξεις, οπότε έγινε αθρόα έξοδος από το νησί. Οι πλούσιοι έφυγαν πρώτοι από τη Μικρά Ασία. Και μετά ακολούθησε ο υπόλοιπος πληθυσμός. Οπότε τα παιδία τους πηγαίνοντας στη Σύμη δεν είχαν πια τι να κάνουν, έστω και στην Ευρώπη πάνω. Πήγανε εργάτες στη Γαλλία τράβηξε η Γαλλία πολλούς εργάτες στον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο, η Αμερική, η Αλεξάνδρεια και μετά έφθινε ο πληθυσμός. Έχουμε μετά τον πόλεμο της Αβησσυνίας, με τους Ιταλούς, του ΄22, το δικό μας μέχρι το ΄26 έφτανα πρόσφυγες εκεί, άλλοι πήγαν στη Ρόδο, άλλοι πήγαν στη Σύμη, άλλοι τράβηξαν προς τις χώρες της Ευρώπης. Μετά έχουμε τον πόλεμο της Αβησσυνίας, οπότε έχουμε 7.500 κατοίκους. Μετά έχουμε 4.500. Έρχεται ο Β΄ Παγκόσμιος πόλεμος, καταστρέφει τελείως τη Σύμη. Από τα 4.00, αν υπήρχαν 3.000 σπίτια, γιατί υπάρχουν χαλάσματα και τα λοιπά, έμειναν 500. Ο πληθυσμός έφθινε συνεχώς. Μετακινήθηκαν οι έμποροι, πήγαν στη Ρόδο. Όπως έχουμε τον τουρισμό. Έβλαψε γιατί και τότε στον πόλεμο της Αβησσυνίας οι Ιταλοί έπαιρναν από τα Δωδεκάνησα. Όχι κατοίκους. Έπαιρναν αντικείμενα , έπαιρναν χρυσό, έβαζαν τους φόρους. Τη δεκάτη στα σιτηρά. Εμείς δεν είχαμε βέβαια σιτηρά και τέτοια, από τη Ρόδο και από τα άλλα νησιά. Φορολογούσαν. ΜΕΛΟΣ : Ήθελα να ρωτήσω αν έχετε πληροφορίες, γιατί δεν αναφέρατε, σε τι ποσοστά οι επικοινωνίες και οι μεταφορές τόσο από την άποψη των οικονομικών, ήταν με την μικρασιατική πλευρά ή με την ηπειρωτική Ελλάδα, με το μετέπειτα κράτος Ελλάς. Σε το ποσοστό. Κ. ΦΑΡΜΑΚΙΔΗΣ : Δεν μπορώ να ξέρω σε ποιο ποσοστό ήταν, αλλά κυρίως είχαν με τη μικρασιατική γη, τη Σμύρνη, την Κωνσταντινούπολη και κυρίως με την Αθήνα, τη Σύρα, όλες τις Κυκλάδες και την Κρήτη. Επίσης, είχαμε την Ευρώπη, είχαμε τους αντιπροσώπους όλους προς την Ευρώπη. Και αυτοί έφθινα σιγά-σιγά. Διαλύθηκαν και αυτοί. Κ. ΦΑΡΜΑΚΙΔΗΣ : Θα κάνω και εγώ μια ερώτηση. Γιατί στα κεντρικά λιμάνια, όπως της Αλεξανδρείας και τα λοιπά, δεν υπάρχουν στοιχεία ότι έφθαναν εκεί πέρα πλοία Συμιακών. Μήπως ήταν λαθρέμποροι; Από τα στοιχεία που έχω υπ΄ όψιν μου συμπεραίνω ότι ελάχιστα πλοία προσέγγιζαν σε κεντρικά λιμάνια και περισσότερα σε πλησιέστερα σημεία των κεντρικών λιμανιών. ΠΡΟΕΔΡΟΣ : Ευχαριστούμε. |
|||||
Σύντομο βιογραφικό σημείωμα:
O Κωνσταντίνος Αλεξ. Φαρμακίδης |