Η  ΣΥΜΗ ΕΡΓΟΤΑΞΙΟ ΠΡΟΚΟΠΗΣ ΚΑΙ ΑΝΑΤΑΣΗΣ

 Κείμενο: Κωστής Ζαχαρίου (μαθηματικού).

Αφήγηση: Ελένη Κ. Ζαχαρίου - Μαμαλίγκα (προσεχώς).

 

          ΕΙΣΑΓΩΓΗ

          Εντυπωσιακό το θέαμα της αμφιθεατρικά οικοδομημένης πολιτείας, σε συνέπαιρνε καθώς έμπαινες στο γραφικό λιμάνι.

          Η σαν πινελιά ζωγράφου απαλόγραμμη εικόνα της αναδυόμενης από τη θάλασσα Νηρηΐδας, της  Αίγλης, όπως αποκαλούσαν στα πανάρχαια χρόνια τη Σύμη, σε κρατούσε σε έκσταση!

Τι να πρωτοθαυμάσεις;

Τα καλλιμάρμαρα αρχοντικά, σημάδια ολοφάνερα της ευμάρειας και του πλούτου, που, σαν το πολύυδρο ποτάμι διαπότιζε το ευσκιόφυλλο δέντρο της ευημερίας  ή τα επιβλητικά ποντοπόρα καράβια, που κάτω από τα στιβαρά χέρια των ξακουστών Συμιακών καπετάνιων ασταμάτητα διάσχιζαν τη Μεσόγειο και τη Μαύρη Θάλασσα, και πολλά απ’ αυτά έφθαναν ως το Λονδίνο και τη Βαλτική;

Τα σαν πιατοθήκη αραδιασμένα στις πλαγιές ομορφόσπιτα, που με το νεοκλασικό ρυθμό και τη χαρούμενη εμφάνισή τους, απαύγασμα πολιτιστικής ανάτασης του νησιού, τραβούσαν από την πρώτη ματιά την προσοχή σου ή τα, σαν πυκνοφυτεμένες καλαμιές, κατάρτια των λογής λογής  πλεούμενων, που κατά εκατοντάδες το ένα πλάι στο άλλο ήταν δεμένα στο  «κορδόνι»; Κι ακόμη:

Τον χωρίς διακοπή αδιάλειπτο εισερχοεξερχομό των υπό διαμετακόμιση εμπορευμάτων, που με βάση διακίνησης το λιμάνι της Σύμης διεξαγόταν απευθείας με τις αγορές της Ευρώπης και της Μέσης Ανατολής;

Ή τον ξεχωριστά φανταχτερό όγκο, αληθινό πακτωλό των προϊόντων των μεσογειακών βυθών, που οι γιγαντομάχοι Συμιακοί σφουγγαράδες, ακούραστα κουβαλούσαν κάθε χρόνο στο νησί τους;

Κι αυτόματα αναπηδούσε από το μυαλό σου η σκέψη: Πως στάθηκε μπορετό σ’ ένα τόπο ξερό κι αποστεγνωμένο, σ’ ένα μονοκόμματο βράχο, όπως η Σύμη, το απόμερο αυτό στην αγκαλιά του ομώνυμου Κόλπου νησάκι,  όχι μονάχα να συγκρατηθούν και να επιβιώσουν αλλά και προπαντός να σταδιοδρομήσουν και να προκόψουν οι πρώτοι εποικιστές του;

Πόση προσπάθεια, κι ιδρώτας αστέγνωτος χρειάστηκαν για να φτάσει το νησί στο σημερινό σημείο άνθησης και προόδου;

Η απάντηση στα όντως επιτακτικά αυτά ερωτήματα, χειροπιαστή και αδιάψευστη, ολοζώντανη χοροπηδούσε μπροστά σου, αν επιχειρούσες μια μικρή επόπτευση της αξιοπρόσεκτης πολιτείας.

 

Τα Ατσιγγαναριά

Γύριζες από τον περίπατό σου ως τον Άι-Γιώργη τον Δρακουντιώτη κι αφήνοντας πίσω του την Γιστέρνα1 dου Σαλαχούρη, βρισκόσουν στο πλάτωμα, μπροστά στο στενό που χωρίζει το Περ(ι)βόλι dου Βουρά από την απέναντι κατοικημένη περιοχή του Μαυροβουνιού.

Πλάι στην έξοδο του στενού, καθώς προχωρείς προς τον Κάμπο του Γιαλού κι από τη δεξιά μεριά, επιβλητικοί ορθώνονται οι θόλοι του Σταμάτη, τα περίφημα Ατσιγγαναριά  των Βολονάκηδων  και πιο πέρα νοτιοανατολικά τα ονομαστά εργοστάσια του Μαστραναστάση  και  των γυναικαδέλφών του, Βολονάκηδων κι αυτών, που η πρόσοψή τους βλέπει ανατολικά προς την υπόμακρη πλατειούλα της Παλιάς Δημογεροντίας. Στη Νότια πλευρά της πλατείας αυτής ήταν αραδιασμένα και τα σιδεράδικα των Τσαμούρηδων.

Δεκάδες ειδικευμένων στην κατεργασία του μετάλλου τεχνιτών και εργατών απασχολούσαν τα μεταλλουργικά αυτά εργαστήρια της Σύμης, μοναδικά σ’ ολόκληρο το Αιγαίο.

Εκεί μέσα κατασκευάζονταν τα σιδερένια ή μπρούντζινα εξαρτήματα που χρησιμοποιούσαν στη δουλειά τους το ναυπηγείο του Κάμπου του Γιαλού και τα καρνάγια του νησιού. Δικά τους τεχνουργήματα ήταν οι εργαλειομηχανές (βίνζια, υδραντλίες κ.λπ.), τα «ούκια»2,τα καπόνια, οι άγκυρες και γενικά όλος ο μεταλλικός εξοπλισμός των σκαφών που αποτελούσαν το ναυτιλιακό δυναμικό όχι μονάχα της Σύμης αλλά και του Αιγαίου ολόκληρου.

Από τ’ Ατσιγγαναριά των Βολονάκηδων και του Μαστραναστάση εξέρχονταν οι σιδηρές κατασκευές των σπιτιών, που μέσα στον οικοδομικό οργασμό της ολοένα αναπτυσσόμενης πολιτείας σαν μανιτάρια ξεφύτρωναν από ’δω κι από ’κει.

          Των Χυτηρίων του Μαστραναστάση στον Νημποριό τεχνουργήματα ήταν οι γλυκόηχες «καμπάνες», οι από μπρούντζο φιλοτεχνημένοι πολυέλαιοι και τα μανουάλια, αληθινά καλλιτεχνήματα, που στολίζουν μέχρι σήμερα  τους Ναούς και τις ιστορικές  Μονές της Σύμης, των γειτονικών νησιών και των Μικρασιατικών παραλίων από τη Σμύρνη ως την Αττάλεια.

Η από χυτοσίδηρο φτειαγμένη πόρτα του «καμπαναριού» του Πανορμίτη, που μεγαλόπρεπη, αληθινό έργο τέχνης, στέκεται στην πρόσοψη της Μονής  και θαμπώνει το μάτι του επισκέπτη με την καλλιτεχνικά συναρμολογημένη δομή της, πραγματικό σέμνωμα  της Μονής και του νησιού, εντυπωσιάζει τον επισκέπτη που τη βλέπει για πρώτη φορά.

Από τα χέρια Συμιακών τεχνιτών του αμονιού και του εφαρμοστηρίου έβγαιναν τα σουλουπωμένα εργαλεία κατεργασίας του ξύλου (επιπλοποιίας και ναυπηγικής), και από τ Ατσιγγαναριά της Σύμης προμηθεύονταν τα εργαλεία τους οι λατόμοι, οι καμιναdζήδες, οι οικοδόμοι και σουβαdζήδες και γενικά οι βιοτέχνες. Δείγματά της σε ψηλά επίπεδα φθασμένης τεχνολογικής δεξιότητας των Συμιακών ήταν οι αεραντλίες, οι περικεφαλαίες κι όλα τα εξαρτήματα της με σκάφανδρο ασκούμενης σφουγγαροδουλειάς.

_____________________

 1.γιστέρνα,η (<λατ. Cisterna): στέρνα, υδατοδεξαμενή.

 2.ούκια, τα: είδος μαντεμένιων κυλίνδρων που ετοποθετούντο στις δυο οπές, μιας στη δεξιά και μιας στην αριστερή πλευρά της πλώρης, απ’ όπου περνά η αλυσίδα που στο άκρο της είναι στερεωμένη η άγκυρα. Ετοποθετούντο για την προστασία του ξύλου από τη φθορά που θα του προκαλούσε η αλυσίδα κατά το κατέβασμα και ανέβασμα της άγκυρας.

 

Ο Μύλος

Πρότυπο μηχανικής αρτιότητας και τεχνολογικής εξέλιξης ήταν ο Μύλος. Μοναδικός σ’ ολόκληρο το Αιγαίο. Ο πρώτος την εποχή εκείνη ατμοκίνητος «αλευρόμυλος» των Αδελφών Σταυρίδη, από τη γενιά των πιο ξακουστών εμποροπλοιάρχων και επιχειρηματιών της Σύμης.

Εφοδιασμένος με τα τελειότερα μηχανήματα επεξεργασίας του σίτου «ο Μύλος», όπως τον αποκαλούσαμε τότε, καύχημα του Συμιακού , αποτελούσε το καμάρι και το στολίδι του νησιού.

Εγκατεστημένος πλάι στον Άι-Γιάννη του Γιαλού και την πλατεία του Πετριδείου, πίσω και δυτικά από τ’ Ατσιγγαναριά του Μαστραναστάση, με τα κτήρια, τις αποθήκες και τα Γραφεία του «ο Μύλος»  έπαιρνε έκταση πολλών στρεμμάτων. Δεκάδες ειδικευμένων τεχνιτών και εργατών απασχολούσε, που δούλευαν αδιάκοπα με τις δυο βάρδιες, ημερήσια και νυχτερινή. Για να προλάβει να καλύψει τις ανάγκες όχι μοναχά της Σύμης και του νησιωτικού συγκροτήματος του Νοτίου Αιγαίου αλλά και των απέναντι Μικρασιατικών παραλίων,  που αποτελούσαν την αποκλειστική πελατεία του.

Η παρουσία και λειτουργία του Μύλου στο κέντρο του Γιαλού, έδινε ζωή στην οικονομία του νησιού, και τη χαρά της δίκαιης ανταμοιβής, υλικής και ηθικής, στους ιδρυτές του Αδελφούς Σταυρίδη.

 

Ο Κάμπος  του Γιαλού

Οργασμός δραστηριότητας και ζωντάνιας επικρατούσε πέρα ως πέρα στον ελεύθερο χώρο, που απλώνεται στην ποδιά του Μαυροβουνιού.

Αφήνοντας τ’ Ατσιγγαναριά των Βολονάκηδων και του Μαστραναστάση  βρισκόσουν μέσα  στο, σαν κυψέλη την ώρα «του καματού»3, εργοτάξιο του Κάμπου  του Γιαλού. Του ονομαστού σ’ ολόκληρη τη Μέση Ανατολή ναυπηγείου, με τους περίφημους Συμιακούς Καραβομαραγκούς ξακουστούς από τα πανάρχαια χρόνια ( Β Ιλιάδος, Νεών Κατάλογος), για την απαράμιλλη δεξιοτεχνία και μαστοριά τους. Που και σήμερα ακόμη διασκορπισμένοι σ όλα τα λιμάνια της Ελλάδας και της Κύπρου, συνεχίζοντας την παράδοση, κρατούν τα σκήπτρα του επαγγέλματος σ’ ολόκληρη τη Μέση Ανατολή.

Στον Κάμπο του Γιαλού ναυπηγήθηκαν όλα τα πλωτά μέσα (ρυμουλκά, φορτηγίδες, βάρκες και πιλοτίνες), που χρησιμοποίησε η διώρυγα του Σουέζ, όταν πρωτομπήκε σε λειτουργία.

Απ’ όλο το Αιγαίο και τα λιμάνια της Μέσης Ανατολής στη Σύμη καταφεύγανε μ’ εμπιστοσύνη και αισιοδοξία οι καραβοκυραίοι για ν’ αποθέσουν τις παραγγελίες τους στα επιδέξια χέρια των καραβομαραγκών της.

Κι ήταν να καμαρώνεις, καθώς περνούσες από το Καντιρίμι, μέσα σ’ ένα ηχητικό  πανδαιμόνιο  φωνών, τραγουδιών και κρότων, όπου το γέλιο τρανταχτό και φωνακλάδικο,  πλούσιο δείγμα της ψυχικής ευφορίας των δουλευτάδων του ξύλου , τα επιστέγαζε όλα. Η χαρά της δουλειάς και της δημιουργίας αποτελούσε την κυρίαρχη εντύπωση που αποκόμιζες διαβαίνοντας το ξακουστό γεφύρι που ενώνει την πλατεία των ψαράδικων,  με τον παραλιακό δρόμο προς το Ρολό(γ)ι και το Χαράνι.

Αδιάκοπη και χωρίς σταματημό και τους δώδεκα μήνες του χρόνου, ήταν η έντονη απασχόληση των πνιγμένων στις παραγγελίες εκλεκτών χειριστών του σκεπαρνιού,  των Πρωτομαστόρων του «Κάμπου του Γιαλού» .

Ανάμεσα σ’ αυτούς, όσους  κράτησα στη μνήμη μου,  ξεχώριζαν οι Ζαχαριάδες και οι Χατζηνικήτηδες (Συνοδάκια),  οι Ψαροί,  οι Πάχοι κι οι Γιαννάδες, ο Τριαντάφυλλος,  οι Άγριοι (Παπαστεφάνου) , τ’ αδέλφια Φιλιππάριο,  Μιλτιάδης και Τοπάλης, το Δημοσθενιό,  οι Μαλλιάκηδες και τα Συγκελλιά,  κι όλοι οι χορεία των εκλεκτών μυστών της Ναυπηγικής Τέχνης, των όντως επίμονων τιθασευτών του αγριόξυλου, που κάτω από τα επιδέξια χέρια τους, έβγαινε μορφοποιημένο,  μόνο «η μιλιά του ’λειπε». Και με το δίκιο τους να (υ)περηφανεύονται για τις δημιουργίες τους και δικαιολογημένη η χαρά και η ικανοποίηση τους για τ’ αξιοκαμάρωτα τεχνουργήματα τους που μαζί με τ’ αγαθά μιας οικονομικά ευρύχωρης ζωής  τους προσπόριζαν και την τιμή της πολύτιμης συμβολής τους στην κοινωνική,  οικονομική και πολιτιστική ανάταση του νησιού τους.

_______________

3.καματός, ο : ο οργασμός δουλειάς στη κυψέλη.

         

Οι ξυλουργικές Βιοτεχνίες

 

1.Τα Μακκαραdζήδικα

 Αναπόσπαστο μέρος της αρματωσιάς των ιστιοφόρων καραβιών οι  «μακκαράδες»4  χρησιμοποιούνται για την έπαρση ή την υποστολή των πανιών, την εξάρτηση των βαρκών από τα «καπόνια» ή τις άγκυρας από τα πλωριά  «ούκια»  και για τις φορτοεκφορτώσεις.

Όρθιος μπροστά στο ποδοκίνητο ξύλινο τόρνο του «ο μακκαραdζής», όπως αποκαλούσαμε τον τορναδόρο, μαστόρευε τις από ξύλο χαρουπιάς τροχαλίες, που συναρμολογημένες μέσα στη δρύινη θήκη τους, στερεωμένη μέσα στο σιδερένιο πλαίσιο της,  σχηματίζουν τα πάγια ή ελεύθερα πολύσπαστα, «τους μακκαράδες».

Με την ιδία προσοχή και επιμέλεια φιλοτεχνούσε τα τραπεζοπόδαρα ή τα «πόδια» των χωρίς  ερεισίνωτο μικρών  «καρεκλιών», τα «παρμακλήκια»5 για τους σοφάδες, ή τις εσωτερικές σκάλες που ενώνουν το ανώ(γ)ι με το κατώ(γ)ι του συμαϊκού σπιτιού, τα τορνευτά ξύλινα μανουάλια, που βλέπουμε στα εξωκκλήσ(ι)α  και  μοναστηράκια της Σύμης.

Όλον τον άλλο χρόνο,  και ιδίως το καλοκαίρι,  που λιγόστευε η δουλεία,  ο μακκαραdζής επιδιδόταν στην κατασκευή των από ξύλο «βραμυτθιάς»  καλλιτεχνικών  ιγδιών6. «Σκορδοστούπια» τα λέμε στη Σύμη, που αραδιασμένα στα ράφια μα(γ)ερειού  πλάι στα ολογυάλιστα μπακκίρικα , συναπαρτίζουν τα προικιά της Συμιακιάς νοικοκυροπούλας. Και πριν αρχίσει το  φθινόπωρο  έφτιαχνε τις από δρύινο ξύλο περίφημες «τόρνερες», τις σβούρες με τις οποίες παίζουν τα παιδιά της Σύμης στις γωνίες των χωματόστρωτων  δρόμων   ή  στις χωματερές  ανοικτές  εκτάσεις   μέσα και έξω από την πόλη.

Η κύρια  ασχολία  του  Συμιακού «μακαρατζή» ήταν η παρασκευή  μακκαράδων (μικρών και μεγάλων), κι  έπαιρνε  τη μορφή  φούριας,   ιδίως  από το Φεβρουάριο και  ύστερα, εποχή  αφιερωμένη  στις προετοιμασίες  για  την  εξόρμηση   των θαλασσινών  της  Σύμης  για  το πολύμηνο  ταξίδι  της  σφουγγαροδουλειάς.

Με καλλιτεχνική  διάθεση και δεξιότητα οι Συμιακοί   τορναδόροι  φιλοτεχνούσαν  και τα κυκλικά  φινεστρίνια  των  νεότευκτων  καραβιών  και  τα  από  ξύλο  μουριάς  λεπτοφτιαγμένα  παρμακλήκια, για τις  εσωτερικές  σκάλες  που οδηγούν  από  την  κουβέρτα  στις  καμπίνες  και  το  γραφείο  του  πλοιάρχου.

Της ομολογουμένως  δύσκολης  επεξεργασίας  του ξύλου  στον  τόρνο  τα  σκήπτρα  (λες κι ήταν προνομιακή  κληρονομιά  τους),  κατείχαν  οι αδερφοί  Χατζηγεωργίου, που  με  το  θάνατο  τους  πήραν  μαζί  τους  και  τα μυστικά  της  τέχνης  τους, χωρίς  ν’ αφήσουν διάδοχο τους  για τη συνέχιση  της  παράδοσης.

  


          4. μακκαράς , ο : τροχαλία

5. παρμακλήκια , τα : κάγκελα (εδώ ξύλινα)

6. ‘γδί , το (<μτγν. το  ίγδίον , υποκορ. του αρχ. η ίγδις και η ίγδη) : το γουδί 

2.  Τα Βαρελάδικα

Αραδιασμένα στη σειρά κατά μήκος της προκυμαίας, γεμάτα θαλασσινό νερό (για να στανιάσουν)7 τα καινούρια βαρέλια , δυσκόλευαν την κυκλοφορία, προκαλώντας τη δυσανασχέτηση των παχύσαρκων, που συνωθούνταν στριμωγμένοι για να περάσουν από το διάδρομο, όσον είχαν αφήσει για τους διαβάτες. Τα βαρέλια ήταν άλλα μικρά και άλλα μεγάλα. Θα τα χρησιμοποιούσαν τα σφουγγαράδικα για την ύδρευσή τους ή τις προμήθειες τους σε λάδι και κρασί, κατά την περίοδο της καλοκαιρινής αποδημίας τους.

Πιο πέρα μπροστά στην είσοδο του βαρελάδικου «ο βαρελεdζής»  έδινε το τελευταίο χέρι στερέωσης του βαρελιού χτυπώντας  ρυθμικά τα «τσέρκια» με το ειδικό σφυρί του. Πλάι του, πυκνός μαύρος καπνός, παρασυρμένος από τον άνεμο έβγαινε από το ελεύθερο στόμιο του όρθιου βαρελιού, που περικαιόταν εσωτερικά, και λίγο πιο εκεί το περικαμένο βαρέλι, στο οποίο ο ειδικός τεχνίτης τοποθετούσε τα στόμια και από τις δυο μεριές.

Μέσα στο εργαστήριο του Βαρελάδικου, όρθιος πίσω από τον  «πάγκο», ετοίμαζε τις ντούγιες για τη συναρμολόγηση του βαρελιού.

Εκατοντάδες βαρελιών, μικρών και μεγάλων, από ξύλο καστανιάς, σουλουπωμένα και γερά εξέρχονταν από τα Βαρελάδικα της Σύμης, για να καλύψουν τις ανάγκες όχι μονάχα της Σφουγγαροδουλειάς, αλλά και τις εμπορικής Ναυτιλίας γενικά και κυρίως της οινοπαραγωγής και οινοποιίας, που τότε ανθούσε στη Σύμη.

____________________

            7. για να στανιάσουν: για να κλείσουν οι αρμοί και να στεγανοποιηθούν.                                        

3. Η Ξυλική του σπιτιού

          Με την ολοένα αναπτυσσόμενη οικονομία και τη σαν φυσική συνέπεια της αντίστοιχη άνοδο της δημογραφικής σύνθεσης του νησιού, ανάλογη ανάταση γνώρισε και το βιοτικό επίπεδο και κατά συνέπεια η πολιτιστική στάθμη του λαού της Σύμης.

          Το παραδοσιακό Βυζαντινό σπίτι διαδέχεται τώρα το νεοκλασικού ρυθμού μοντέρνο συμαϊκό σπίτι και η άνεση  γίνεται το πρωταρχικό γνώρισμα της κατοικίας του καλοπερασμένου Συμιακού.

          Εκτός από την συγχρονισμένη εσωτερική επένδυση του  συμαϊκού σπιτιού με επεξεργασμένο ξύλο, τη «σκέπαση» με κεραμίδια Μασσαλίας  (αντί «χολέντρες»8) και τον οπλισμό του με γαλλικά παράθυρα και πόρτες τεχνικά ευπαρουσίαστες, η κατοικία τώρα στη Σύμη, με εσωτερική διαίρεση και όλα τα κομφόρ, γίνεται πιο πολιτισμένη και εντυπωσιάζει ακόμη και σήμερα τον ξένο επισκέπτη του συμαϊκού σπιτιού.

          Οι ξυλουργικές βιομηχανίες γνωρίζουν τώρα της ζήτησης τ’ αγαθά και το σπίτι της Συμιακιάς λάμπει με την νοικοκυρεμένη και πλούσια εμφάνιση του.

 _____________________          

                 8. χολέντρα, η : η υδρορροή. 

4. Η Επιπλοποιία

          Η βιοτεχνία, που γνωρίζει της προκοπής τα γνωρίσματα, με βοηθό την ευημερία, δίνει αφορμή στους καλλιτέχνες ξυλογλύπτες της Σύμης, να χαρίσουν στο νησί τους δείγματα της τέχνης τους.

          Ο Σπύρος Αγγελίδης (του Μουστάκη), ο Ιωάννης Ζουρούδης (το Λαζί ) και ο Γιώργης Βαμβακάς (του Κεργιακού του Χωματά ο γιός ) και άλλοι αποτελούν την πρωτοπορία και η εσωτερική διακόσμηση του συμαϊκού σπιτιού βρίσκει την ολοκλήρωσή της στον εφοδιασμό του με ξυλόγλυπτους καναπέδες, κονσόλες, κομά9, καθρέφτες και καθίσματα που στολίζουν την κατά κανόνα ευρύχωρη «σάλα» του Συμαϊκού σπιτιού.

          Τα ξυλόγλυπτα  τέμπλα, δεσποτικά, άμβωνες και προσκυνητάρια των Ναών της Σύμης και των ιστορικών Μονών της  διαλαλούν του λόγου το ασφαλές.

          Ανάμεσα στα πιο σημαντικά δείγματα της καλλιτεχνικής αξίας των Συμαίων ξυλογλυπτών είμαστε υποχρεωμένοι να ξεχωρίσουμε: την ξυλόγλυπτη πρόσοψη της σκηνής  του  «Σοφοκλή» στο ομώνυμο  θέατρό του, έργο του Σπύρου Αγγελίδη (αριστείο του ΕΜΠ), αληθινό καλλιτέχνημα, με απαιτήσεις, που με δικαιολογημένη αυταρέσκεια επιδείκνυαν στους ξένους επισκέπτες του οι Συμιακοί. Δυστυχώς από το θέατρο του Σοφοκλή δεν σώζεται τίποτε ύστερα από την κατερείπωσή του με εμπρηστικές βόμβες κατά τον τελευταίο Παγκόσμιο Πόλεμο, που σαν οδοστρωτήρας  αδυσώπητος  δεν άφησε τίποτε όρθιο στο ολέθριο πέρασμά του. Επίσης με υπερηφάνεια αναφέρουμε τα ξυλόγλυπτα του Ι. Ζουρούδη ( Λαζού) που στολίζουν την ιερά Μονή του Πανορμίτη και το Ναό του Ευαγγελισμού Ρόδου.

          Τα  Συμαϊκά  σπίτια, σαν μουσεία, διατηρούν ανέπαφα τα καλλιτεχνικά προϊόντα της τέχνης του.

          Εποχή άφησε επίσης με τα ξυλόγλυπτά του ο Γιώργης Βαμβακάς που η τέχνη του φαίνεται στα τέμπλα των ναών της υπαίθρου στη Ρόδο.

          Είμαστε επίσης υποχρεωμένοι να αναφέρουμε τα ξυλουργικά εργαστήρια των συνεργαζομένων  Κοσμά Μανικατάκη και Κωσταριού Καστρουνή , καθώς και του Ηλία της Μανώλας, ειδικού στα κουφώματα και τη λοιπή ξυλική του συμαϊκού σπιτιού, και άλλους.

          Γιατί η προκοπή του νησιού και η πολιτιστική ανάταση της Σύμης κατά μεγάλο μέρος οφείλεται στο Συμιακό επεξεργαστή του ξύλου, που η τέχνη του άφησε  βαθιά τα ίχνη της στη ζωή της Σύμης. 

______________________________

9. κομό, το: έπιπλο με τέσσερα κοντά πόδια και οριζόντια επάλληλα συρτάρια

 

Αρμαδώρος

          Χαρούμενο έφθανε στην προκυμαία το τραγούδι του.

         Με την αυτοϊκανοποίηση ζωγραφισμένη στο πρόσωπο του ο «Αρμαδώρος», ακούραστος και χαρωπός, έδινε το τελευταίο ρετούς στην αποτελειωμένη τώρα «αρματωσιά» του νεότευκτου καραβιού.

          Με το «πρυμνήσ(ι)ο παλαμάρι» δεμένο στο μπηγμένο στην προκυμαία κανόνι (δέστρα), το αταξίδευτο ακόμη καράβι, σαν το ατίθασο άλογο, που ανυπόμονο καρτερεί το δαμαστή του, λες και το ’νιωθε, δεν έβλεπε την «ώρα και τη στιγμή», που κάτω από το στιβαρό χέρι του «καπετάνιου του», γοργόφτερο θα διέσχιζε τις θάλασσες και τα πέλαγα.

          Νωχελικά ξαπλωμένο στην «απανωσιά» της γαληνεμένης θάλασσας του λιμανιού, με τη χαρούμενη εμφάνιση και το ομορφοσουλουπωμένο σκαρί του, αληθινό  τεχνούργημα του «χρυσοχέρη» Συμιακού  καραβομαραγκού  προκαλούσε αυθόρμητο το θαυμασμό και το δίκαιο έπαινο των συμπολιτών του, που δε χόρταιναν να το καμαρώνουν. Και με το δίκιο τους! Αφού μια ακόμη μονάδα ερχόταν να προστεθεί στη δύναμη του λιμανιού.

          «Γειά στα χέρια σου Μαστροκαλοδούκα», ασυγκράτητη αναπηδούσε από τα στήθια του καπετάνιου η γεμάτη ευαρέσκεια ευγνωμοσύνη του για την όντως «παστρική δουλειά» του ξακουστού «Αρμαδώρου» που μ’ αυτεπίγνωση καμάρωνε «για το έργο των χεριών του».

          Ο παπάς της Ενορίας του καπετάνιου είχε φθάσει για τον καθιερωμένο «Αγιασμό», που θα ’φερνε την ευλογία και το «γούρι» στο «νεοβάφτιστο πλεούμενο».

          Συγκεντρωμένοι τώρα γύρω του, μέσα στο καράβι, ο καπετάνιος με την οικογένεια του και το πλήρωμα δεχόταν τις ευχές και ευλογίες του ιερέα, που με το «θουμιαστούρι»10  στο χέρι, σκυφτούς τους ευλογούσε. Του λιβανωτού οι καπνοί απλωμένοι ώς έξω στην προκυμαία έχυναν τα μύρα τους στους συγκεντρωμένους εκεί συγγενείς και φίλους του καπετάνιου, που άσκεποι παρακολουθούσαν την κατανυκτική ιεροτελεστία.

          Η τελετή του αγιασμού τελείωνε, και ο ιερέας ψάλλοντας το «Σώσον, Κύριε τον λαόν σου…» έρραινε το πλοίο με το «κλωνί του βασιλικού» κάμνοντας το γύρο της κουβέρτας, από την πρύμνη στην πλώρη, ευλογώντας τον Πλοίαρχο και το πλήρωμά του. Με την συγκίνηση  ζωγραφιστή στα πρόσωπά τους ασπάζονταν τον Σταυρό και το χέρι του παπά.

          «Καλορρίζικο και χρυσές δουλειές!». Ομόφωνη ακουόταν η ευχή των συγγενών και φίλων του καπετάνιου και όσων είχαν την καλοσύνη να παρευρεθούν στην τελετή του Αγιασμού.

          Καμαρωτός και κατασυγκινημένος ο καπετάνιος δεχόταν τα συγχαρητήρια και τις ευχές τους για το απόκτημά του, και τους ευχαριστούσε.

          Χαϊδευτικά ανεμισμένο από το ελαφρύ μαϊστράλι, που απαλό καταίβενε από το Νημοράκι και Βαλανίδια του Μιχαήλη, το υψωμένο ψηλά στο πλωριό κατάρτι <<σαντάρδο>>11  με την εικόνα του Μεγαλόχαρου, προστάτη των θαλασσινών του Αιγαίου , σαν σε χαιρετισμό εξαπόστελλε τα τραγουδιστά ριπίσματά του, εκφράζοντας την ευγνωμοσύνη που συνέπαιρνε τον καπετάνιο και το πλήρωμα του για τα καλά λόγια και αισθήματα τους.

__________________

10. θουμιαστούρι , το  :   το θυμιατήρι

11.σαντάρδο, το   :   το ειδικό έμβλημα του κάθε καπετάνιου – ιδιοκτήτη καϊκιού  

 

Η επεξεργασία του σφουγγαριού 

1.Οι αποθήκες

Από το Τρίπατο του Κατριού,το σημερινό δημαρχιακό μέγαρο της Σύμης στη Βορειοδυτική γωνία του Κάμπου του Γιαλού ως τα Ακίνητα των Αγγελίδη και Κυπραίου πλάι στο Καντιρίμι και από το αρχοντικό του Νικήτα Καλαφατά ως του Κάλφα, και από το Βωμό της Πατρίδας ως την Πλατεία του Ρολογιού με το Μέγαρο του Χάλαρη, το σημερινό Διοικητήριο της Σύμης κι από του Φιλιππακιού του Πετρίδη και του Καπιτά-Νικόλα (Βογιαζή) και μετά των Πετριδών (Γεωργίου και Φιλιππή) , τ’ αρχοντόσπιτα που φτάνουν ως τη γωνία της παραλίας που οδηγεί προς το Χαράνι, όλα τα ψηλοτάβανα και ευρύχωρα κατώγια ήταν «οι Αποθήκες» :

          Οι χώροι όπου συγκεντρωμένοι οι ειδικευμένοι για την επεξεργασία του σφουγγαριού εργάτες και τεχνίτες, δούλευαν για την αποτελείωσή της. Κι ήταν δεκάδες ολόκληρες το πεπειραμένο προσωπικό, που απαιτούσε η διαδικασία επεξεργασίας του ιδρωτοποτισμένου προϊόντος, της πολύμοχθης αφουγγαροδουλειάς, που άρχιζε με το βρέξιμο και το διαχωρισμό σε κατηγορίες και ποιότητες των σε σακιά στοιβαγμένων σφουγγαριών.

         

          Ακολουθεί «το ξεπέτρισμα» (ο θρυμματισμός και η αφαίρεση των σε σχήμα κοραλλιού αφράτων πετρωμάτων, που σχηματίζονται μέσα στους πόρους της βάσης του σφουγγαριού).

Καθαροπλύνονται τώρα στη θάλασσα τα αποπετρωμένα σφουγγάρια και μεταφέρονται στις αποθήκες, όπου γίνεται η διαλογή.

Σ’ άδειες χαμηλές κάσες καθισμένοι γύρω από το σωρό των διαλεγμένων σφουγγαριών οι πεπειραμένοι στο ψαλίδισμά τους τεχνίτες, δίνουν το τελευταίο ρετούς  που θα χαρίσει στο σφουγγάρι την απαλή και χωρίς προεξοχές  σουλουπωμένη επιφάνειά του.

          Σαν των χελιδονιών τη λαλίστατη φωνή έφτανε στ’ αφτιά σου, καθώς περνούσες έξω από τις Αποθήκες, το χαρωπό τερέτισμα των ειδικών ψαλιδιών, που κυριολεκτικά φτεροκοπούσαν στα χεριά των ρεκτών χειριστών τους, καθώς επιδίδονταν στο, σαν χάδι, ψαλίδισμα των σφουγγαριών.

          Απόμεινε το τελευταίο στάδιο επεξεργασίας:

          Βουτηγμένα σε διάλυμα περμαγγανάτου και κατόπιν ριγμένα μέσα σε γαλάκτωμα σβησμένου ασβέστη, εξέρχονταν ομοιόχρωμα , με την υποκίτρινη χροιά τους. Δεν έμενε παρά το στέγνωμα.

          Αργότερα ο αποχρωματισμός των σφουγγαριών σταμάτησε και ο ξανθόχρυσος θησαυρός των μεσογειακών βυθών έπαιρνε τον δρόμο της εξαγωγής του στις αγορές της Ευρώπης και των Η. Πολιτειών, με το φυσικό, σαν του ταχινιού, χρώμα του.

2. Απλώτρες

Κατάμεστες οι πλακόστρωτες ή «χαλικερές» αυλές, που ευρύχωρες εκτείνονταν έξω από τις Αποθήκες, θάμπωναν το μάτι του θεατή, με την αρχοντιά και την αφθονία των επεξεργασμένων πια προϊόντων του αστέγνωτου ιδρώτα των πολυταλανισμένων  σφουγγαράδων του νησιού, που δέχονταν τα χάδια του ήλιου μέσα στις «απλώτρες».

         Αληθινός πακτωλός η εμπορεία του σφουγγαριού. Του πολυτιμότατου συντρόφου των αβροδίαιτων αγοραστών του, στο λουτρό τους, κι ακόμη του αναντικατάστατου για τη βαφή των μετάλλων σφουγγαριού, ανώτερου   σ’ ανθεκτικότητα κι απ’ αυτόν τον αμίαντο.

          Παλιότερα για την εξαγωγή τους τα σφουγγάρια παραγεμισμένα με λευκή, ψιλή άμμο , παρμένη από τ’ αφρικανικά παράλια, τοποθετούνταν με τάξη μέσα σε κάσες πολυτελείας. Κατά χιλιάδες στοιβαγμένες οι κάσες στην προκυμαία φορτώνονταν σε καράβια, που τις μετέφερναν στις αγορές της Ευρώπης και της Αμερικής.

Η σπογγαλιεία βασικός πλουτοπαραγωγικός κλάδος της Οικονομίας του νησιού απασχολούσε περισσότερους από τρεις χιλιάδες εργάτες της θάλασσας (ναύτες και δύτες), ξέχωρα από εκείνους που ασχολούνταν με την επεξεργασία του σφουγγαριού.

          Σε «τσουβαλάκια», θυμάμαι, έφταναν οι πολλές χιλιάδες χρυσές αγγλικές λίρες και τα γαλλικά εικοσάφραγκα (λοΐζια) , στα χέρια των σπογγεμπόρων του νησιού, που έβλεπε με καμάρι την πλούσια ανταμοιβή των κόπων των παιδιών του.

 

Το χαράνι.

          Συνεχίζοντας το «σεργιάνι» σου, με κολακευμένη την αυταρέσκειά σου, σαν Συμιακού , ύστερα από το φανταχτερό θέαμα που αντίκρισαν τα μάτια σου στις Απλώτρες έπαιρνες το δρόμο για το Χαράνι, το κεντρικό Καρινάγιο του νησιού: Οι αχνοί της ζεματιστής πίσσας, με τη χαρακτηριστική μυρωδιά της, μαζί με τους καπνούς των καιόμενων «τσιραλίδικων» ξύλων12 του «μασσαλά»13, τραβούσαν την προσοχή σου προς τα εκεί , και περίεργος έσπευδες  προς το καρινάγιο.

          Κατά δεκάδες πλαγιασμένα στην ίσαλη προκυμαία τα λογής-λογής πλεούμενα (καραβόσκαρα, τρεχαντήρες και βαρκαλλάδες), κι ανάμεσά τους, ιδίως την άνοιξη, τα σφουγγαράδικα («αχταρμάδες», «σκάφες» και τριχαντήρια, «γυάλλες»14  και «τσιρνίκια») άλλα είχαν ήδη επιδιορθωθεί κι άλλα δέχονταν ακόμη, σαν από χέρι γιατρού, την επέμβαση του καραβομαραγκού και του καλαφάτη.

          Με το «μασσαλά» στο χέρι ο «καλαφάτης»15  επερίκαιε τα βρεχάμενα του πλαγιασμένου καραβιού: για να ψοφήσει, όπως έλεγε, το «σκουλούκι»16 . Και  στα περικαμένα τώρα βρεχάμενα έριχνε μια ματιά ο καραβομαραγκός, για την αποκάλυψη  κάποιου σάπιου μαδεριού, που ή θα το μπάλλωνε  εν μέρει ή θα το αντικαθιστούσε ολόκληρο με άλλο καινούριο. Αμέσως τότε ο καλαφάτης, αφού καλαφάτιζε το  μπαλλωμένο  κομμάτι, άρχιζε το παλάμισμα.

          Έτσι ξανανιωμένο με τη γενική επιδιόρθωση το πλεούμενο, που έμενε ως τώρα παροπλισμένο, καρτερούσε την άνοιξη, για να ξαναγυρίσει στο λιμάνι και να πάρει μέρος στην  ενεργό υπηρεσία του λιμανιού της Σύμης.

__________________

12. τσιραλίδικα  ξύλα : δαδιά.

13. μασσαλάς, ο : εργαλείο που χρησιμοποιούσαν οι καλαφάτες για να περικαίουν το επιδιορθωνόμενο καράβι.

14. γυάλλα, η :   σφουγγαράδικη βάρκα με γυμνούς δύτες.

15. καλαφάτης , ο :   ο τεχνίτης που στεγανοποιεί  τους αρμούς των ξύλινων σκαφών με στουπί και πίσσα.

16. σκουλούκι , το  :  το σκουλήκι.

 

Η ασβεστοποιία  

Διαλεχτά  τ’  ασβεστολιθικά πετρώματα των βουνών της Σύμης προσφέρονταν για την παρασκευή του άριστης ποιότητας ονομαστού σ’ ολόκληρη τη Μέση Ανατολή  συμιακού ασβέστη.

          Γεμάτη η παραλία από τ’ ασβεστοκάμινα των Αβδελλήδων, του Κιώνια και των αδελφών  Κωνσταντινίδη, από το Μώλο ως το Συκίδι και του Καρπαθακιού και άλλων από το Πιτίνι ως «της Ξυνίδας το Γιάλι» και πιο πέρα ως του Μανέσκα τον Κάβο.

          Το ίδιο και στην αρχή του δρόμου, καθώς   ανεβαίνουμε προς τη Δρακούντα, ήταν ακόμη δυο καμίνια του Χατζηλία. Κι ακόμη άλλα δυο στη δεξιά πλευρά του λιμανιού του Πεδιού, στον παραλιακό δρόμο που οδηγεί προς το μοναστηράκι του Άι Νικόλα ανατολικά.

Είχε κι ο Πανορμίτης το δικό του ασβεστοκάμινο, στον παραλιακό χώρο, λίγο πιο πέρα από το σημερινό ηρώο, μπροστά στο Πανόρμιο, και πλάι από το αλώνι της Μονής με το σπιτάκι και τη Μαύρη Συκιά, που ολοπράσινη στεκόταν μπροστά του. Το ασβεστοκάμινο αυτό το άναβαν κάθε φορά, που το Μοναστήρι χρειαζόταν ασβέστη, όχι μονάχα για το «χύλιασμα»17  των κελιών και του ναού του Μεγαλόχαρου αλλά και για την οικοδόμηση νέων χτισμάτων. Κι έφθανε η παραγωγή του στα εξακόσια καντάρια.

Η πληθώρα ασβεστοκάμινων στη Σύμη, δικαιολογημένη από τη ζήτηση που ολοένα και μεγάλωνε όχι μονάχα με τις παραγγελίες από ολόκληρο το Αιγαίο και τα απέναντι Μικρασιατικά παράλια,  αλλά και τον οικοδομικό οργασμό , που την εποχή εκείνη στη Σύμη βρισκόταν σε έξαρση, εντυπωσίαζε το θεατή, και ιδίως τα βράδια, που, σαν από πυρωμένα στόματα, η εκθαμβωτική λάμψη του καιόμενου ασβεστοκάμινου καταύγαζε την απλωσιά της θάλασσας σ’ όλη την έκταση της παραλίας, από το Συκίδι ως «της Ξυνίδας το Γιάλι».

Κάθε ασβεστοκάμινο για να βρίσκεται σε πλέρια απόδοση χρειαζόταν περισσότερο από δώδεκα εργάτες, τους φουρνελλάδες (για την εξόρυξη των πετρών)  και τους λιθοξόους (αυτούς που ετοίμαζαν τις πέτρες για την κατασκευή του ημισφαιρικού θόλου, που απάνω του σήκωνε τον όγκο των πετρών, που ο σωρός τους φθάνει ως τα χείλη του καμινιού σε σχήμα κώνου). Το ψήσιμο  του ασβέστη χρειαζόταν τρία μερόνυχτα και για τα καύσιμα χρησιμοποιούσε  «πευκίτικα ξύλα», φερμένα από την απέναντι Ανατολία, ή πυρήνα,  που έβγαινε από τον αλεσμένο ελαιόκαρπο που δίνει το λάδι, από τις ελιές της Ρόδου ή των απέναντι Μικρασιατικών παραλίων.

Και η ετήσια παραγωγή ασβέστη στη Σύμη ξεπερνούσε τους 8.000 τόνους περίπου.

_________________

17. χύλιασμα , το  :  το άσπρισμα με χυλό ασβέστη.

 

Η Οινοπαραγωγή και Ποτοποιία

Όλοι οι θαλασσινοί πίνουν. Το καλεί η δουλειά τους. Σκληρά δοκιμασμένοι από το αδιάλειπτο άγχος και της αγωνίες της ταλαιπωρημένης ζωής τους, πίνουν, όχι τόσο για να ψυχαγωγηθούν, όσο και προ παντός για να ξεχάσουν. Πολύ περισσότερο οι σφουγγαράδες:

Από τον Απρίλιο ως το Νοέμβριο, εφτά ολάκερους μήνες στα κάτεργα της φριχτής σφουγγαροδουλειάς ξεχασμένοι, φριχτά αξιοδάκρυτοι μέσα στο λιοπύρι των Αφρικανικών παραλίων ή τις ανεμόδαρτες θάλασσες της Καραμανιάς18 και των Παρασαμιών19  δεινοπάθησαν παλεύοντας με τους εκρηχτικούς θυμούς του Ποσειδώνα και γουλιά-γουλιά στράγγισαν το πικρό ποτήρι της αγωνίας και του φόβου.

Φυσικό ήταν μόλις πατούσαν το χώμα της γλυκιάς Πατρίδας ν’ αποζητούν, και με το δίκιο τους, λίγη ξεκούραση και της ψυχής τους την επιτακτική ξαλάφρωση.

Και την ευκαιρία αυτή τους την έδιναν οι χειμερινές διακοπές: Μέσα σε ατμόσφαιρα ψυχικής ευφορίας, που η αμεριμνησία και η «αξενιασ(ι)ά» ήταν το χαρακτηριστικό γνώρισμά της, τρεις χιλιάδες διψασμένα στόματα  αποζητούσαν μέσα στου θείου υγρού του Διονύσου τη ζωογόνο μοσχοβολιά να δροσίσουν τα στεγνωμένα λαρύγγια τους.

Γερό ποτήρι ο Συμιακός θαλασσινός, πρόσφερε ασταμάτητα  τις σπονδές της ευγνωμοσύνης του στο θείο  Δωρητή της απολύτρωσής του από τις θλίψεις της ζωής.

Αληθινό νέκταρ η, σαν το κεχριμπάρι, ξανθόχρυση ρετσίνα, που αναστάλαγη έτρεχε από τις δροσοβόλες κάνουλες των βαρελιών του Λογοθέτη, η αστράγγιστη πηγή αξενιασιάς και αμεριμνησίας σε Κάβες των ταβερνών και των ψυχαγωγικών κέντρων του νησιού τον καλούσαν.

Σύσσωμο το νησί έβαζε τα δυνατά του ν’ απαλύνει όσο μπορούσε τη ζωή των αγαπημένων του. Έτσι μέσα στη θαλπωρή της πάνδημης αγάπης και της στοργής των δικών τους ξανάβρισκαν τον χαμένο εαυτό τους.

Κίνητρα λοιπόν ακαταμάχητα η άμεση και πυκνή ζήτηση κρασιού και ποτών, στάθηκαν η αφορμή ανάπτυξης της οινοπαραγωγής και ποτοποιίας στη Σύμη.

Μοναχά από τα Πατητήρια του Λογοθέτη στο Πιτίνι από τα άσπρα κρασοστάφυλα της Ρόδου και της Κω παράγονταν περισσότεροι από 150 τόνοι άριστης ρετσίνας,  εφάμιλλης της Αθηναϊκής, ξέχωρα από τους 150 τόνους άσπρου σέκου κρασιού  και κουμανταρίας. Και η κατανάλωση κρασιού στη Σύμη έφθανε αισίως τους 600 τόνους. Τη διαφορά ως τους 600 τόνους,  συμπλήρωναν οι οινοπαραγωγοί της Σύμης : Ανδρ. Βογιαdζής [Καστελλορριζ(ι)ώτης] , Ζαννάκης, Ψυλλάκης κ.α. που μόλις κάλυπταν τους 250. Οι υπόλοιποι 200 προέρχονταν από την εισαγωγή Κυπραίικου  προύσκου κρασιού (Γ. Γεράκης , Αντ. Καλλέζης κ.α.) και Κουμανταρίας , καθώς επίσης Κρητικών, Σαμιώτικων, Σαντορινιών και Παριανών κρασιών γλυκών και προύσκων.

Παράλληλα με την οινοποιία αναπτύχθηκε και η ποτοποιία. Από τα Καζαναριά των Λογοθέτη, Ζαννάκη κλπ. παράγονταν εκλεκτή «σούμα», μπράντυ κ.λπ.

Από τις πιο ζωντανές βιοτεχνίες της Σύμης  η παραγωγή κρασιών και ποτών, μ’ όλο που η πρώτη ύλη εισάγονταν απ’ έξω, έδινε ψωμί και δουλειά στους εργαζόμενους σ’ αυτήν και κέρδη στους παραγωγούς, συντελώντας έτσι στην ανάπτυξη της οικονομίας του νησιού.

Η Σύμη, όπως μου  ’λεγε ο πατέρας μου (ο περίφημος δάσκαλος η Βασίλα), είχε πλούσια παραγωγή κρασιού. Τα υπαίθρια πατητήρια, όπως εκείνο που σώζεται ακόμη κάτω και δεξιά από τον Άι-Γιώργη τον Δρακουντιώτη, καθώς κατεβαίνεις προς τον Νημποριό, όπως και η τοποθεσία Κρασοκέλλια ανατολικά από τον Άγιο Κωνσταντίνο πίσω από τη Βίγλα μαρτυρούν, πως η παραγωγή κρασιού στη Σύμη γνώρισε κάποτε την ακμή. Το ίδιο και η παραγωγή ελαιολάδου. Στη Σύμη λειτουργούσαν 13 ελαιοτριβεία. Μνημείο αδιάψευστο η πελώρια πέτρα του Αλέμυνα που βρίσκεται ξαπλωμένη στη μέση της ομώνυμης Πλατείας.

Από το 1860 κι ύστερα, με την εισαγωγή του «σκαφάνδρου» ως καταδυτικού μέσου στη Σπογγαλιεία, οι ελαιώνες και τα αμπέλια της Σύμης εγκαταλείφθηκαν και μόνο οι ονομασίες απόμειναν στις τοποθεσίες Τολί (<το ελίδι), η Νουλιά , κ.λπ.

________________ 

18. Καραμανιά ,  η :  τα νότια παράλια της Μ. Ασίας (τα παράλια της αρχαίας Καρίας, της Λυκίας, της Παμφυλίας και της Κιλικίας).

19. Παρασάμια , τα : νότια της Αλεξανδρέττας , στα παράλια της Συρίας.

 

Η Κατεργασία του σησαμιού

Εφάμιλλα των ξακουστών προϊόντων του Αϊδινίου τα Συμιακά ταχι(νι)ά κι όλα τα είδη κατεργασίας  του σησαμιού (σησαμέλαια, χαλβάδες κ.λπ.) κρατούσαν τα σκήπτρα στην αγορά της Σύμης και των γύρω νησιών και μικρασιατικών παραλίων.

Ασυναγώνιστα όχι μονάχα στην τιμή αλλά και προ παντός για την αγνότητα και εκλεκτή ποιότητα τους , ιδίως ο αφράτος και ευωδιαστός «ζαχαρέν(ι)ος χαλουβάς» των Ταχάδων,  ήταν ( και είναι ακόμη )  τα πιο προτιμημένα στη Δωδεκανησιακή αγορά. Και:

Την παράδοση τριακοσίων ετών την κρατούν και συνεχίζουν με ζήλο και αφοσίωση οι αδελφοί Γρηγόρης και Σώστης, υιοί του Στέλιου Παπαδόπουλου, του μοναδικού απόγονου της οικογενείας των Παπαδόπουλων.

Με τα αγνά υλικά και τα τελειοποιημένα μηχανήματα κατεργασίας του σησαμιού οι δυο αδελφοί τροφοδοτούν την αγορά με τα εκλεκτά προϊόντα του εργαστηρίου τους.

Προοδευτικοί και προ παντός επίμονοι  συνεχιστές της προσπάθειας του ακαταπόνητου πατέρα τους , επεκτείνουν την παραγωγή του εργαστηρίου τους:  Τα λουκούμια τους  πακεταρισμένα σε κουτιά με την έγχρωμη φωτογραφία της πρόσοψης του Πανορμίτη, έχουν κατακτήσει την αγορά της Δωδεκανήσου με τη λεπτότητα και την αρωματισμένη γεύση τους. Η δε «μαστίχα» τους, το γλυκό του κουταλιού, είναι από τα πιο προτιμημένα ενθύμια, που παίρνει μαζί του ο επισκέπτης της Σύμης.

Καμαρώνουν κι οι ίδιοι, και δεν το κρύβουν, που συνεχιζουν20  την παράδοση των προγόνων τους και ιδίως γιατί τα καταφέρνουν  να διατηρούν τυποποιημένα τα προϊόντα τους, απαράλλαχτα όπως τα έφτιαχνε και ο ρέκτης πατέρας τους.

__________________

20. Το κείμενο γράφτηκε το 1980.

 

Η Βυρσοδεψία

Μεγάλη πρόοδο σημείωσε στη Σύμη η Βυρσοδεψία και σαν βιοτεχνία πρόσφερε σημαντική τη συμβολή της στην οικονομική ανάπτυξη  του νησιού.

Με την εξελιγμένη τεχνική και επιστημονική τους κατάρτιση τα εργαστήρια βυρσοδεψίας των αδελφών Κωνσταντόπαιδων στο Πέδι και των αδελφών Αρφαρά και του Λάψα στο Πιτίνι, έφθασαν να παράγουν όλα τα είδη βυρσοδεψικής, σε ποιότητα άρτια και σε στερεότητα άφθαστα.

Τα δέρματα η Βυρσοδεψία της Σύμης τα προμηθευόταν από την εγχώρια κτηνοτροφική παραγωγή και από την απέναντι Μικρασία, την δε πρώτη βυρσοδεψική ύλη την έβρισκε άφθονη στ’ απέραντα δάση βελανιδιάς, που απλώνονταν  σ’ ολόκληρη την οροσειρά, από τη Γριά και το Βρυσί ως πέρα από τη Βίγλα (Αγία Αικατερίνη  και Παναγιά του Στύλου). Ακόμη ήταν και το δάσος  στο Νημοράκι (λείψανα του τα Βαλανίδια του Μιχαήλη)  και το δάσος από βελανιδιές στην Ποδιά της Νουλιάς, πλάι στο δρόμο που οδηγεί από την Παναγία την Αλεθινή στο Πέδι (βλέπε περιοδικό Η Τέχνη, τεύχος 3-4, Ρόδος , Μάρτιος 1972).

Η παραγωγή κατεργασμένων δερμάτων ασταμάτητη κάλυπτε τις ανάγκες όχι μονάχα της Σύμης και των γύρω νησιών, αλλά και των απέναντι Μικρασιατικών παραλίων ώς την Αλεξανδρέττα.

Η ακμή ομολογουμένως ζηλευτή, διατηρήθηκε έντονη ως το 1910. Με την πτώση όμως της Σουλτανικής Αυτοκρατορίας και την αναρρίχηση στην εξουσία των σωβινιστών  Νεοτούρκων  η όλη Οικονομία του νησιού πήρε τον κατήφορο της παρακμής, μαζί της η βυρσοδεψία.

Αναγκασμένοι να εκπατρισθούν οι μεν Κωνσταντόπαιδοι κατάφυγαν στη Αλεξανδρέττα, όπου ακόμη ως τον τελευταίο Παγκόσμιο Πόλεμο συνέχιζαν την παράδοση, οι δε Αρφαράδες  και Γιαλλουράκηδες (Λάψες) στην Αθήνα και το Εξωτερικό. 

 

Οι Βιοτεχνίες και  το  Εμπόριο

Η Ραπτική (Ι. Γιορδαμλής, Διον.  Βολονάκης και άλλοι),  η Υποδηματοποιία [Γραμματικάκης, Κωνσταντόπαιδος Αθ., Γιαλλουράκης (Λάψα) κ.α.], η Ζαχαροπλαστική ( με πρύτανη τον Αναστ. Κοζά ), η Μαγειρική (με τον Κορδόνη κ.α. ),η  Υφαντουργική (με τις ξακουστές Συμιακές «ναφανταριές» που έφτιαχναν τις χρωματιστές μάλλινες μπατανίες, τα χράμια και τις «παννενίες»21  και τα πανιά των ιστιοφόρων ), ακόμη και η Πυροτεχνηματοποιία (με πρωτομάστορα τον Παντελή Καλουτά ) και γενικά όλα τα επαγγέλματα και οι βιοτεχνίες της Σύμης, γνώρισαν κατά την περίοδο 1860-1910 την άνθηση και την προκοπή.

Το εμπόριο και ιδίως το χονδρικό πήρε την πρωτοπορία (με τους Καλαφατάδες, Κυπραίους, Ζαλάχηδες, Πάχους, Κουκούληδες, τους Τσάκωνες , Κουσατιανούς κ.λπ.) με τη διεξαγωγή του απ’ ευθείας με τις αγορές της Ευρώπης και της Αμερικής.

Το λιμάνι της Σύμης, λόγω της επίκαιρης γεωγραφικής θέσης του, είχε εξελιχθεί σε βάση διακίνησης  του διαμετακομιστικού εμπορίου της Δυτικής και Νότιας Μικράς Ασίας, η δε Εμπορική Ναυτιλία και ο σπογγαλιευτικός στόλος της Σύμης διοχέτευαν τη δραστηριότητα τους στην οικονομική ανάταση του Νησιού, που κυριολεκτικά κολυμπούσε μέσα στη θάλασσα της προκοπής και της ευημερίας.

_________________

21. παννενία , η :  η κουρελού.

 

Οι προετοιμασίες για το ταξίδι της σφουγγαροδουλειάς

Την πιο έντονη εκδήλωση της έπαιρνε η δραστηριοποίηση του νησιού  κατά την άνοιξη και ιδίως την περίοδο της Μεγάλης Σαρακοστής. Τότε που ο πυρετός των προετοιμασιών για το πολύμοχθο ταξίδι της σφουγγαροδουλειάς έφθανε στην αποκορύφωσή του.

Η σπογγαλιεία, ο σημαντικότατος αυτός και πρωταρχικά βασικός πλουτοπαραγωγικός κλάδος της οικονομίας του νησιού, για την ευόδωση και προκοπή του απαιτούσε απ’ όλους, μικρούς και μεγάλους, στεριανούς και θαλασσινούς, να καταβάλουν το άπαντο των ικανοτήτων και της δραστηριότητάς τους για την έγκαιρη και εμπράγματη ολοκλήρωση των προετοιμασιών.

Πριν τελειώσει ο Απρίλης «οι μηχανές»22 κι οι «καγγάβες»23  έπρεπε να είναι φευγάτες.

Πάνω από 50 συγκροτήματα σκαφάνδρου (μηχανές) και περισσότερες από 200 ήταν οι «καγγάβες». Τα βουτηχτάδικα24 ξεπερνούσαν τα 180. Κι έπρεπε πριν τελειώσει ο Μάιος να βρίσκονται στους τόπους της δουλειάς.

Με βαθιά επίγνωση της αποστολής και των υποχρεώσεών του προς το νησί του ο πάντα καλοπροαίρετος και προκομμένος Συμιακός με συγκινητική ομολογουμένως προθυμία και αυταπάρνηση πρόσφερε και τη δική του συμβολή στην οικοδόμηση της ευημερίας του κοινωνικού συνόλου, που συνάρτηση της ήταν και η δική του προκοπή και σταδιοδρόμηση.

Οργασμός δραστηριότητας και ζωντάνιας επικρατούσε πέρα ως πέρα στο ολόχαρο νησί κατά την περίοδο των προετοιμασιών.

______________________

22. μηχανή , η :  1.το σκάφανδρο , 2. Το σπογγαλιευτικό σκάφος που χρησιμοποιεί μηχανοδύτες («μηχανικούς») , δηλαδή σφουγγαράδες που φορούν το σκάφανδρο για την κατάδυση και την αλιεία των σφουγγαριών.

23. καγγάβα , η : (<αρχ. γάγγαμον, μτγν. γαγγάμη): 1. Όργανο που αποτελείται από σιδερένιο σκελετό που ξυστρίζει τον βυθό και μαζεύει σφουγγάρια , όστρακα και ό,τι τύχει στον δρόμο του, μέσα  σ’ ένα  χοντρό δίχτυνο σάκο που έχει πίσω του.   2.  Το καΐκι που έσερνε πίσω του την καγγάβα.

24. βουτηχτάδικο , το : σπογγαλιευτικό σκάφος που χρησιμοποιεί γυμνούς δύτες («βουτηστάδες») για την αλιεία των σφουγγαριών.

 

Τα Φαναρdζίδικα και τα Γανωτάδικα

Επαγγέλματα, που όλο το χρόνο, παρά τη σημαντικότητά τους περνούσαν απαρατήρητα, την άνοιξη με εμφαντικότητα έκαμναν αντιληπτή την παρουσία και συμμετοχή τους στην πάνδημη προσπάθεια.

Τα φαναρdζίδικα και Γανωτάδικα μέρα νύχτα δούλευαν εντατικά, για να μαστορέψουν τα «από λαμαρίνα χτισμένα από μέσα»  πρισματικά και κυλινδρικά «dζάκια»25 τα τενεκεδέν(ι)α χωνιά, τις «μπίριες»26 και τα «στάνιερα»27  ή  τις «γυάλες»28.

Τα  «μπακκιρέν(ι)α τέdζερα»  καζάνια και «κουγιούμια»29  και γενικά τα μαγειρικά σκεύη και εφόδια, που απαιτούσε η ολοκλήρωση των αναγκών των περισσοτέρων από τρεις χιλιάδες πληρωμάτων  του σπογγαλιευτικού στόλου του νησιού, κατά τη διάρκεια της σφουγγαροδουλειάς.

Εντύπωση έκαμναν οι σαν κορώνες Μητροπολίτη χάλκινες «περικεφαλαίες»,  που βιδωμένες στον «θώρακα»  του «φορέματος»30 , σκεπάζουν το κεφάλι του «μηχανοδύτη» κατά την «κατάδυσή» του:

Οπλισμένες μ’ όλα τα πολύπλοκα και λεπτά εξαρτήματά τους (βαλβίδες, μανόμετρα κ.λπ.) έδιναν μια  ιδέα της τεχνολογικής  δεξιότητας και ανάπτυξης του Συμιακού  μηχανοτεχνίτη.

Πλάι τους τα ναυτικά φανάρια ναυσιπλοΐας (κόκκινα, πράσινα) και φωτισμού, καθώς επίσης τα από χονδρό πετσί με μπρούτζινο πάτο βαριά υποδήματα του μηχανοδύτη, φανέρωναν πόσοι κόποι και προσπάθειες καταβλήθηκαν  για την κατασκευή τους.

Αν περνούσες απ’ έξω από τ’ ατσιγγαναριά των Βολονάκηδων και του Μαστραναστάση με τις έτοιμες για εγκατάσταση εργαλειομηχανές (βίνζια κ.λπ.), σαν Συμιακός θα καμάρωνες για την επίδοση των βιοτεχνιών της Σύμης στη δούλεψη του μετάλλου.

__________________

25. τζάκι , το : εδώ μέρος του τζακιού , συγκεκριμένα ο καπνοδόχος.

26. μπίρια , η : σωληνοειδής συσκευή για την άντληση νερού ή κρασιού από βαρέλι.

27. στάνιερο , το : τενεκεδένιο δοχείο με χεράκι και μακριά σωληνωτή μύτη , σαν μικρό ποτιστήρι. Σ’ αυτό έβαζαν μηχανέλαιο και λάδωναν τις μηχανές. Οι νοικοκυρές το χρησιμοποιούν ως λαδικό. Βάζουν μέσα μικρή ποσότητα ελαιολάδου για επιτραπέζια χρήση.

28.γυάλλα , η ή γυαλλί , το : το βυθοσκόπιο.

29. κουγιούμι , το : μπακιρένια καράφα του νερού , με χεράκι.

30. φόρεμα , το : η στολή  του μηχανοδύτη.

 

Η Αρτοποιία

Πυκνός καπνός έβγαινε από τις καπνοδόχες  των αρτοποιείων, που την εποχή αυτή εκτός από την κάλυψη των καθημερινών υποχρεώσεων τους, τα κρατούσε σε οργασμό δραστηριότητας  η προετοιμασία της «Γαλέττας»  με την οποία έπρεπε να εφοδιαστούν τα σφουγγαράδικα για το πολύμηνο ταξίδι του καλοκαιριού.

Και ήταν ολοήμερη η απασχόληση τους. Έπρεπε το ταχύτερο να παραδώσουν έτοιμη τη «γαλέττα», πρωταρχικό ανάμεσα στις άλλες «κουμπάνιες» (προμήθειες) του σφουγγαράδικου.

Βάση διατροφής των πληρωμάτων η γαλέττα , φτιαχνόταν από το εκλεκτότερο αλεύρι και ύστερα από διαδικασία ολόκληρη (ζύμωμα, προσεχτικό ψήσιμο και τέλος το στέγνωμα της, σε ειδικό κλειστό θάλαμο, ακριβώς απάνω  από τον αναμμένο φούρνο), χωρίς να είναι ολόξερη,  σαν τις φρυγανιές, διατηρούσε τη φρεσκάδα της χωρίς καμιά αλλοίωση επί μήνες ολάκερους κρυμμένη στο αμπάρι του «ντεπόζιτου».31

Ονομαστή σ’ ολόκληρο το Αιγαίο η συμιακιά γαλέττα, ήταν περιζήτητη ανάμεσα στον σπογγαλιευτικό κόσμο του Αιγαίου από την Ύδρα ως το Καστελλόριζο, όχι μονάχα για την εξαιρετική ανθεκτικότητα και αφράδα της αλλά και για την ξεχωριστή  νοστιμιά και γεύση της.

Και σήμερα ακόμη οι φουρνάρηδες της Σύμης, συνεχιστές της παράδοσης φτιάχνουν το νοστιμότερο ψωμί σ’ ολόκληρη τη Δωδεκάνησο. Οι ξένοι και προπαντός όσοι από τους απόδημους Συμιακούς επισκέπτονται το νησί, ιδίως το καλοκαίρι , έχουν να λένε για το  ξεροψημένο και τραγανό , το μυρωδάτο συμιακό παξιμάδι, αφράτο και νόστιμο, που με το πρώτο βούτηγμα στο νερό  μουσκεύει σαν σφουγγάρι. Γι’ αυτό και αποτελεί το πρωταρχικό μέρος των προμηθειών εκείνων, που έρχονται να περάσουν τις διακοπές τους στις απαράμιλλες εξοχές του νησιού.

Πλουσιοπάροχα  προικισμένοι  με τις  αρετές του ξηρού κλίματος  και τις άλλες ομορφιές των βουνών  και  όρμων της η Σύμη, τους υποδέχεται χαρούμενη και καμαρωτή, ευχαριστημένη, που τους προσφέρει τη γεμάτη στοργική φιλοξενία ανυπόκριτη αγάπη της.

_________________  

31. ντεπόζιτο, το :  μεγάλο (ιστιοφόρο) καΐκι 80-100 τόνων. Πάνω σ’ αυτό φόρτωναν τις σφουγγαράδικες βάρκες για να τις μεταφέρουν στις ακτές της Β. Αφρικής και να τις επαναφέρουν στο νησί. Στο ντεπόζιτο φύλαγαν τις προμήθειες και το νερό. Σ’ αυτό μαγείρευε ο μάγειρας, σ’ αυτό έτρωγαν τα βράδια και κοιμόντουσαν οι σφουγγαράδες και το πλήρωμα. Σ’ αυτό αποθήκευαν και τα σφουγγάρια που αλίευαν, μετά  τον πρόχειρο καθαρισμό και στέγνωμα τους , τοποθετημένα σε μεγάλα τσουβάλια (τις «μπούρδες») , τα οποία έραβαν από πάνω.

                           

Ο Καβουρμάς

Εξίσου αξιοπρόσεκτο και αναντικατάστατο στοιχείο διατροφής του σφουγγαρά κατά την πολύμηνη καλοκαιρινή αποδημία του αποτελούσε «ο Καβουρμάς».

Από εκλεκτό κρέας βοδιού, ειδικά γι’ αυτόν τον σκοπό καλοθρεμμένου ολόκληρο το χειμώνα, τεμαχισμένο σε μικρά κομματάκια, όπως το αντίδερο (=αντίδωρο) στην εκκλησία, παρασκευαζόταν με προσοχή και επιμέλεια, το όντως εκλεκτό αυτό έδεσμα του σφουγγαρά της Σύμης.

Σαν σε επιστράτευση επιταγμένοι οι ελεύθεροι χώροι (οικόπεδα ή μικρά χωραφάκια) μέσα κι όξω από την πόλη, μετατρέπονταν σε πρόχειρα μαγειρεία.

Μέσα στα καλογανωμένα  καζάνια στηριγμένα στις από «ξερολιθιά» προχειροφτιαγμένες  «τσιμιές»32  και  κάτω  από την επιστασία ειδικευμένων και έμπειρων καραβομαγείρων, σαν σε ιεροτελεστία σιγοψηνόταν το ομολογουμένως τερψιλαρύγγιο αυτό χάδι του ουρανίσκου.

Βασική τροφή για τον σφουγγαρά, που πολυταλανισμένος μακριά από τους δικούς του θα βολοδέρνονταν στα κακοθάλασσα πέλαγα της Μπαρμπαριάς ή των Μικρασιατικών και Συριακών παραλίων, «ο καβουρμάς» έπαιρνε πρωταρχική θέση στις γαστριμαργικές προτιμήσεις του.

Γιατί φρέσκο κρέας μπορούσαν να φάνε μονάχα των Αγίων Αποστόλων και στις 15 Αυγούστου (Κοίμηση της Παναγίας), αν τύχαινε να δουλεύουν κοντά σε κατοικημένη περιοχή.

Γαργαλιστική η κνίσα του καβουρμά, αρωματισμένη, σαν λιβανωτός προσευχής ανέβαινε στους ουρανούς, πλημμυρίζοντας  την ατμόσφαιρα της γειτονιάς με τους ευωδιαστούς αχνούς της, που έκαμναν ν’ ανοιγοκλείνουν ηδονισμένα τα ρουθούνια των περαστικών με τη μοσχοβολιά της.

Όρθιοι γύρω από τα καζάνια φίλοι και γνωστοί του καπετάνιου δοκίμαζαν «κουτσοπίνοντας» τον, σαν λουκούμι, μαλακό και νοστιμότατο «καβουρμά» κι εύχονταν  καλές δουλειές και καλοφάγωτη την όντως απαράμιλλη σε νοστιμιά και γεύση, απολαυστική «ιδιοσκευασία» των καραβομαγείρων της Σύμης.

Εβδομάδες ολάκερες κρατούσε σε έξαρση ολόκληρο το νησί ο πυρετός των προετοιμασιών για το ταξίδι της σφουγγαροδουλειάς , αληθινής ψύχωσης, του θαλασσοδαρμένου Συμιακού σφουγγαρά.

Με τις προετοιμασίες για το καλοκαιρινό ταξίδι των σφουγγαράδων, ολοκληρωνόταν η διαπίστωση των παρατηρητών, που αντικρύζοντας τον οργασμό δραστηριότητας και ζωντάνιας του νησιού, εύρισκε την ερμηνεία της εντυπωσιακής ευημερίας και ευμάρειας του ολόχαρου αυτού νησιού.

____________________

 32. τσιμιά, η : η εστία, το τζάκι , κτιστός χώρος με μεγάλο άνοιγμα για την τοποθέτηση ξύλων και το άναμμα φωτιάς. Διέθετε και καπνοδόχο για την διοχέτευση του καπνού από την καύση των ξύλων.

 

Σύντομο βιογραφικό σημείωμα: Ο Κωστής Ζαχαρίου γεννήθηκε στη Ρόδο από πατέρα Συμιακό, τον αείμνηστο Δάσκαλο Βασίλα και μητέρα από το Παραδείσι Ρόδου. Μεγάλωσε στη Σύμη, όπου τελείωσε το Δημοτικό και το Σχολαρχείο. Τις τρεις τελευταίες τάξεις τις παρακολούθησε στο Βενετόκλειο Γυμνάσιο Ρόδου, απ’ όπου αποφοίτησε με το βαθμό « Ά ρ ι σ τ α ».

Σπούδασε Μαθηματικά στη Φυσικομαθηματική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και πήρε το πτυχίο του με το βαθμό « Ά ρ ι σ τ α  Δ έ κ α ».

Δίδαξε με ενθουσιασμό τα Ελληνόπουλα επί 40 χρόνια στην Ιόνιο Σχολή και το Λύκειο Μεγαρέως Αθηνών, το Βενετόκλειο Γυμνάσιο Ρόδου, την Αμπέτειο Σχολή Καΐρου (1932-1949), τη Δημόσια Εμπορική Σχολή Ρόδου και το Καζούλειο 6/τάξειο Γυμνάσιο Θηλέων Ρόδου.

Εργασίες του έχουν δημοσιευτεί σε εφημερίδες και περιοδικά του Καΐρου, Αθηνών και Ρόδου καθώς και σε επετηρίδες όπως: «ΤΑ ΣΥΜΑΪΚΑ» «Λαογραφία» της Ελληνικής Λαογραφικής Εταιρείας, «Δωδεκανησιακόν Αρχείον» της ΔΙΛΕ (Δωδ/κης Ιστορικής και Λαογραφικής Εταιρείας).

Το βιβλίο του «Αναπολήσεις από την παλιά Σύμη», Ρόδος 1987, έλαβε το Πανδωδεκανησιακό Βραβείο Βασίλη Μοσκόβη του έτους 1987.

Ό,τι είναι η Σκίαθος για τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, είναι η Σύμη για τον Κωστή Β. Ζαχαρίου.

Η αναπόλησή της ήταν η κιβωτός που τον διέσωζε από το άγχος της εποχής του, προσφέροντάς του την ψυχική ξεκούραση, τη δύναμη για τη συνέχισή της.

Η βαθιά γνώση του για πρόσωπα και πράγματα της Σύμης της εποχής της μεγάλης της ακμής, η προσεγμένη δημοτική γλώσσα και η γλαφυρότητα του ύφους είναι τα χαρακτηριστικά των δημοσιευμάτων του, που αποτελούν πολύτιμη πηγή για όποιον ενδιαφέρεται να γνωρίσει σελίδες από το παρελθόν της Σύμης.