«ΒΟΥΤΤΗΣΤΗΣ» Ο ΘΑΥΜΑΣΤΟΣ
Κείμενο _ αφήγηση: Ελένη Ζαχαρίου - Μαμαλίγκα (προσεχώς)
Και πότε θα ’ρτει του Σταυρού, νά ’ρτει τ’ Αΐ Νικήτα να βαρεθεί η θάλασσα να διώξει τα καΐκια
Η συμαϊκή γη με ανυπομονησία περίμενε να ’ρθουν κοντά της τα παιδιά της « απ’ της Μπαρμπαριάς τα μέρη », έδινε το χαρούμενο σύνθημα ότι η ώρα της επιστροφής πλησιάζει, ξεπετάγοντας απ’ τα σπλάχνα της τον δυνατό βλαστό της πλατύφυλλης σκελλαρούδας, με τα σαν στάχυ μπουμπούκια στην κορφή του. Η πλατύφυλλη σκελλαρούδα ¹ (κοινώς σκιλλοκρεμμύδα), η Urginea maritima της οικογένειας Liliaceae, ήταν ο ωραίος συχχαριαστής της επικείμενης επιστροφής των σφουγγαράδων. Κι οι γυναίκες που αντίκρυζαν τον ανθοφόρο βλαστό χαρούμενες αναφωνούσαν:
Σήμερον είναι dου Σταυρού κι αύριο τ’ Αΐ Νικήτα Που θα κινήσου να ρκούdται μαdρουχιανά καΐκια.
Η ευτυχής αυτή συγκυρία, να νεμμά ( φυτρώνει ) ο ανθοφόρος βλαστός της πλατύφυλλης σκελλαρούδας στην εορτή της παγκόσμιας ύψωσης του Τιμίου Σταυρού, στις 14 του Σεπτέμβρη, χρονική περίοδο έναρξης της επιστροφής στο νησί των γυμνών δυτών, των βουττηστάδων, έδωσε την αφορμή και την έμπνευση στους Συμιακούς να αποκαλέσουν βουττηστή το φυτό αυτό. Ο βουττηστής, η πλατύφυλλη σκελλαρούδα ², η Urginea maritima, είναι βολβόρριζο φυτό. Ο βολβός του μοιάζει με πελώριο κρεμμύδι, που η διάμετρος του μπορεί να φτάσει τα 15 εκ. του μέτρου και το βάρος του το 1 έως 2,5 κιλά. Προηγείται η ανθοφορία του. Φυτρώνει πρώτα ένας βλαστός ισχυρός,ψηλός, που μπορεί να ξεπεράσει και το ένα μέτρο, με πάρα πολλά ασπριδερά μπουμπούκια σε απλό βότρυ στην κορυφή του. Όταν ολοκληθεί το ύψος του βλαστού, αρχίζουν να ανοίγουν τα μπουμπούκια κατά ζώνες, αρχίζοντας από το χαμηλότερο σημείο του βότρυ. Τα ανθάκια είναι λευκά και μοιάζουν σαν τμήματα λευκού νυφικού στεφανιού. Γι’ αυτό στην Κρήτη αποκαλούν νυφάδες τις κρεμμυδόσκιλλες. Ενώ ο ανθοφόρος βλαστός φυτρώνει συνήθως κατά τις 14 του Σεπτέμβρη, το φύλλωμα αρχίζει να φυτρώνει, δίπλα στη βάση του βλαστού, από τα τέλη περίπου του Οκτώβρη. Τα φύλλα είναι λογχοειδή, μακρυά μέχρι 30 εκ. του μέτρου, πλατιά γύρω στα 30-100 χιλιοστά του μέτρου και λεία.³ Ο «βουττηστής» συνδέθηκε με τους βουττηστάδες όχι μόνο ονομαστικά αλλά και ουσιαστικότερα. Στη Σύμη συνήθιζαν οι γυναίκες να παρασκευάζουν για το χειμώνα μαdζούνι, ένα δυναμωτικό παρασκεύασμα με μέλι, σησάμι, μελέττι, (μαυροκούκκι), καρύδια και ινδική καρύδα. Μια κουταλιά απ’ αυτό κάθε πρωί δυνάμωνε τα παιδιά και τους έφηβους αλλά και τους μεγαλύτερους. Οι στοργικές μάνες και οι τρυφερές σύζυγοι συνήθιζαν να δίνουν στους βουττηστάδες τους ένα καβανό (δοχείο τενεκεδένιο με σκέπασμα), με συμιακό βότυρο και ένα βάζο με μαdζούνι. Έτσι κατά την πεντάμηνη οδύσειά τους στο Λιβυκό πέλαγος θα μπορούσαν κάθε αυγή να τρώνε μια κουταλιά βούτυρο και μια κουταλιά μαdζούνι πριν απ’ τη φασκομηλιά που έπιναν και τη γαλέττα που έτρωγαν. Αυτά ήταν τα εφόδιά τους για τον αγώνα της ημέρας απ’ την ανατολή μέχρι τη δύση του ήλιου. Το μαdζούνι όμως που προοριζόταν για τους σφουγγαράδες ήταν εμπλουτισμένο με ειδικά επεξεργασμένο τον βολβό του βουττηστή. Η διαδικασία της παρασκευής του ήταν κοπιαστική και υπήρχαν ειδικές παρασκευάστριες που κρατούσαν μυστική τη συνταγή. Οι περισσότερες απ’ αυτές ήταν Αϊdριαδώτισσες, δηλαδή έμεναν στην ενορία της Αγιάς Τριάδος, την κατεξοχήν γειτονιά των σφουγγαράδων. Ο βολβός του βουττηστή καθαριζόταν, όπως τα κοινά κρεμμύδια, αλλά με πολύ προσοχή γιατί είναι πολύ αψύς και ερεθίζει το δέρμα. Στη συνέχεια οι τεχνίτρες φέξυορώντας ειδικά γάντια, ναν τον βολβό στον ξύστρο. Τα ξέσματα από τους βολβούς τα έβαζαν σε έναν τενεκέ του πετρολλάδου, πλυμένο καλά, χωρίς μυρωδιές, γέμιζαν τον τενεκέ με νερό και τον τοποθετούσαν πάνω στη
φωτιά. Αφού χόχλαζε καλά το νερό με τα ξέσματα των βολβών, κατέβαζαν τον τενεκέ απ’ τη φωτιά και περίμεναν να κρυώσει τοπεριεχόμενό του. Έπαιρναν τότε μια παλιά άσπρη μαξιλαροθήκη, καθαρή, με ένα κορδόνι περασμένο στη πλευρά του ανοίγματος για να μπορούν να την χρησιμοποιούν σαν μεγάλο πουγγί και να κλείνουν το άνοιγμα. Δύο άτομα κρατούσαν ανοιχτή τη μαξιλαροθήκη πάνω απ’ το νεροχύτη, και δύο άλλα άδειαζαν μέσα σ’ αυτήν το περιεχόμενο του τενεκέ. Όταν στράγγιζε καλά η μαξιλαροθήκη, την ακουμπούσαν πάνω στο τραπέζι της κουζίνας, τραβούσαν το κορδόνι για να κλείσει καλά το άνοιγμα και με ένα ματσόξυλο πίεζαν καλά τη μαξιλαροθήκη πολλές φορές ώστε να στραγγίσει εντελώς. Η διαδικασία αυτή: βράσιμο, στράγγισμα, επαναλαβανόταν 7 φορές για να φύγει η αψάδα απ’ τα ξέσματα του βολβού του βουττηστή. Στη συνέχεια έστρωναν πάνω στο δώμα ένα παλιό, καθαρό, άσπρο σεντόνι και πάνω του άπλωναν τα βρασμένα και και στραγγισμένα ξέσματα της σκιλλοκρεμμύδας και περίμεναν να στεγνώσουν εντελώς. Τότε ετοίμαζαν το βασικό μαdζούνι, πρόσθεταν σ’ αυτό τα αποστεγνωμένα ξέσματα από το βολβό του βουτηστή και αποτελείωναν το ψήσιμο. * * * Διερωτάται κανείς, εύλογα, γιατί ήταν «ευκταίο» ο γυμνός δύτης κατά τη σπογγαλιευτική περίοδο να τρώει την αυγή, νηστικός, μια κουταλιά βούτυρο και μια κουταλιά απ’ το ειδικό μαdζούνι. Και εδώ είναι που μένει κανείς άφωνος μπροστά στη λαϊκή σοφία. Το βούτυρο προφύλασσε τα σπλάχνα των γυμνών δυτών από εσωτερική αιμορραγία κατά την άσκηση του επικίνδυνου επαγγέλματός τους, το δε μαdζούνι με τα ξέσματα του κρομμυδιού της πλατύφυλλης σκελλαρούδας, του βουττηστή, με τις θαυμαστές φαρμακευτικές ιδιότητές του, δυνάμωνε τα πνευμόνια του σφουγγαρά, που τόσο πολύ εταλαιπωρούντο με τις αλλεπάλληλες καταδύσεις κάθε μέρα. Είναι αξιοθαύμαστη η λαϊκή σοφία που βασίζεται στην παρατηρητικότητα και καθιστά πολύτιμη τη λαϊκή θεραπευτική και την προληπτική ιατρική. * * * Χρήση του βολβού του βουττηστή στη λαϊκή θεραπευτική γινόταν και από τους βοσκούς. Ο κίνδυνος από τη δυσκοιλιότα των προβάτων ήταν πολύ μεγάλος. Ο βοσκός μόλις έβλεπε τέτοιες περιπτώσεις έβγαζε από τη γη μια κρομμύδα του βουττηστή, την έκοβε στα δύο με το μαχαίρι του και έτριβε μ’ αυτήν, απ’ τη πλευρά της τομής, την κοιλιά του προβάτου για να προκληθεί υπεραιμία και να βοηθηθεί η επαναλειτουργία του εντέρου του αρνιού. Το αρνί ή λυτρωνόταν ή κατέληγε. Ακόμη οι βοσκοί τρίβοντας με τον μισό βολβό, από την πλευρά της τομής, τα γόνατά τους, όταν έπασχαν από ρευματισμούς ή αρθριτικά, έβρισκαν, μετά τη φοβερή καψάδα από την τριβή, την ανακούφιση από τους πόνους και πολλές φορές τη θεραπεία. Η κατεύθυνση της κορυφής του βλαστού του βουττηστή βοηθούσε τους βοσκούς στην πρόγνωση της φύσεως του επερχόμενου χειμώνα. Αν η κορυφή ήταν σίξα (υψωνόταν ολόισια), ο χειμώνας θα ήταν καλός, δηλαδή βροχερός. Αν όμως ήταν κατσουνωτή (έγερνε σχηματίζοντας καμπύλη), ο χειμώνας δεν θα έφερνε βροχές. * * * Αυτός λοιπόν είναι ο ταπεινός βουττηστής, ο ωραίος αγγελιοφόρος της επιστροφής βουττηστάδων, ο ταπεινός ενισχυτής των πνευμόνων, το φάρμακο για τη δυσκοιλιότητα των αρνιών, το παυσίπονο και το θεραπευτικό μέσο για τους ρευματισμούς και τα αρθριτικά, το μέσο για την πρόγνωση του επερχομένου χειμώνα. Ενα δώρο της Συμαϊκής γης προς τους κατοίκους της!
____________________
1. Βλ. α΄ . Ελένη Ζαχαρίου-Μαμαλίγκα, Οι ψαράδες της Σύμης, Οικονομική-Κοινωνική-Πολιτιστική Όψη. Ρόδος 1986, σσ. 90, 91 σημ. 249 250. 251. β΄ . Γιώργο Σ φ ή κ α , Αγριολούλουδα της Ελλάδας. Efstathiadis Group A.E. 1999, σσ. 80, 81. γ΄ . Τ ο υ ί δ ι ο υ , Αγριολούλουδα της Κρήτης. Efstathiadis Group A.E. 1999, σσ. 268. δ΄. Ε λ έ ν η Κ λ α δ ά κ η-Β ρ α τ σ ά ν ο υ, Συμαϊκά Φυτολογικά. Πως το λέμε στα Συμιακά ... Ο αξός τ’ ακαττακιού και άλλα. Συμαϊκόν Βήμα, αριθ. Φύλλ. 302, Ιανουάριος – Φεβρουάριος 203, σελ. 3. ε΄ . Νίκο Θ ε ο ε δ ω ρ ί δ η, Θεοδόση Φ α ν τ ί δ η, Φυτά της Δωδεκανήσου. Έκδοση Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Δωδεκανήσου, Ρόδος 2006, σελ. 30. 2. Επειδή επιθυμούσα πολύ να παρατηρήσω «εκ του σύνεγγυς» τις διάφορες φάσεις της ζωής του βουττηστή, αλλά και το ίδιο το φυτό και τα μέρη του, ζήτησα και μου έστειλαν από τον Πανορμίτη της Σύμης δύο βολβούς του φυτού αυτού και τους φύτεψα σε γλάστρα στον εξώστη της κατοικίας μας στη Ρόδο. Έτσι με άνεση χρόνου το παρατηρώ και κρατώ τις απαραίτητες σημειώσεις. 3. Ο βουττηστής, ή Urginea maritimα, λέγεται όπως είδαμε και πλατύφυλλη σκελλαρούδα για να μη συγχέεται με τον Asphodelus fistulosys, το αρτήκι, που λέγεται στενόφυλλη σκελλαρούδα (Βλ. Ν. Θεοδωρίδη, Θεοδόση Φαντίδη, ό.π., σελ. 287). Τα δύο φυτά συγχέονται από πολλούς γιατί έχουν κάποιες ομοιότητες. Οι διαφορές τους όμως είναι αρκετές και σημαντικές, όπως φαίνεται πιο κάτω:
|
||||||||||||||||||||||||||||||
Σύντομο βιογραφικό σημείωμα : Η Ελένη Ζαχαρίου-Μαμαλίγκα γεννήθηκε στη Ρόδο από τον Κωστή Β. Ζαχαρίου, αριστοβάθμιο μαθηματικό, και την Μαρία, το γένος Γεωργίου Λογοθέτου, που κατάγονταν από τη Σύμη. Τελείωσε το Δημοτικό και το Αχιλλοπούλειο Γυμνάσιο της Ελληνικής Κοινότητας Καϊρου Αιγύπτου. Σπούδασε Φιλολογία στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το 1986 αναγορεύθηκε Διδάκτωρ Φιλοσοφίας με το βαθμό <<΄Αριστα>>. Υπηρέτησε στη Δευτεροβάθμιο Εκπαίδευση στη Ρόδο (34 1/2) χρόνια) και στην Κάλυμνο (1 χρόνο). Είναι επίτιμη Λυκειάρχης. Κατά τη διάρκεια της ενεργού υπηρεσία της ανέπτυξε πλούσια πολιτιστική και κοινωνική δράση. Υπήρξε ενεργό μέλος του Λυκείου Ελληνίδων Ρόδου <<Εργάνη Αθηνά>> και πρόεδρός του επί τρεις διετίες (1971-1977). Είναι μέλος επιστημονικών εταιριών. Έχει λάβει μέρος με ανακοινώσεις σε συνέδρια πανελλήνια και διεθνή και έχει δημοσιεύσει μελέτες γλωσσικού λαογραφικού και ιχθυολογικού περιεχομένου αυτοτελώς και σε επιστημονικά περιοδικά, τιμητικούς τόμους και πρακτικά συνεδρίων. Είναι έγγαμη. Ο σύζυγός της Γεράσιμος Μαμαλίγκας, αριστοβάθμιος φιλόλογος, είναι επίτιμος Λυκειάρχης. Η κόρη τους Μαρία είναι χημικός, με μεταπτυχιακό τίτλο Master of Science, και συγγραφέας. |