ΤΟ ΦΡΑΓΚΟΣΥΚΟ

 

Του Γιάννη Μ. Βολονάκη-Μαθηματικού

 

Πατήστε για την αφήγηση-μπορείτε και να το αποθηκεύσετε

 

Μικρό είναι βαρελάκι

με χιλιάδες δυο καρφάκια,

δίχως λάδι ή κρασάκι,

χυμό έχει και κουννάκια.

 

Είναι το φραγκόσυκο, ο καρπός της φραγκοσυκιάς, που για μας τους Συμιακούς είναι φρούτο εξαιρετικό και περιζήτητο, σπάνιο όμως σήμερα, αφού κι αυτό το είδος πάει να χαθεί. Γεμάτη ήταν η Δρακούντα με φραγκοσυκιές, το Πέδι, το Ξίσος, το Νημοράκι, ο Νημπορειός. Από τότε που έλειψε η φύλαξη των περιβολιών  με δραγάτες (δραάτες, γλεπιούς), χάθηκαν και τα σύκα και τα σταφύλια και τα κόκκινα αππίδια και οι φραγκοσυκιές. Υπάρχουν ακόμη μερικές, ίσα ίσα για να το δοκιμάζουμε αυτό το φρούτο τον Αύγουστο, που τότε ωριμάζει. Σε άλλα μέρη το έχουν του ποριξιμού και έχουν τις φραγκοσυκιές για φράχτες, μα και τα φραγκόσυκα αλλού δεν είναι σαν τα συμιακά που ’ναι πεντανόστιμα,πιο καλά κι απ’ τις μπανάνες. Βλέπεις, μπαίνουν στα περβόλια ζώα και άνθρωποι και έχουν καταστρέψει τα πάντα έπειτα πώς να φυτέψει ο κόσμος δέντρα, αφού δε φυλάγονται. Τα λουλούδια τις φραγκοσυκιάς είναι ωραιότατα, σε χρώμα κίτρινο καναρινί. Το όνομα της είναι Οπουντία κοινή ή Ινδική συκή. Ξέρετε τα φύλλα της δεν είναι φύλλα, είναι ο κορμός της. Τα φύλλα της έχουν εξαφανιστεί, ώστε να μη χάνει τα υγρά της, το νερό της, με τη διαπνοή και γι’ αυτό αντέχει πολύ στη ξηρασία, όπως και όλα τα κακτώδη κι έτσι ευδοκιμεί πολύ στη Σύμη, που έχει ένα θαυμάσιο και ξηρό κλίμα, το πιο καλό του κόσμου και γι’ αυτό όταν είσαι στη Σύμη νιώθεις σαν παιδί κι ας είσαι μεγάλος. Έχει μόνο αγκάθια για προστασία της από τα φυτοφάγα ζώα.

            Σήμερα, πολύ πρωί, χαζεύοντας το όμορφο λιμάνι του Γιαλoύ, που από το σπίτι μας φαίνεται σαν λίμνη, έφαγα 12 φραγκόσυκα. Φοβάμαι να φάω πιο πολλά γιατί τότε μπορεί να χρειαστεί επέμβαση με στραβοκλείδι, φρίεσαι δηλαδή. Τα καθάρισα με πιρούνι και μαχαίρι και όμως 2 αγκαθάκια μου μπήχτηκαν στα δάχτυλα και τα ’βγαλα με το τσιμπιδάκι, αφού τα εντόπισα πρώτα με τη γλώσσα. Ήταν όνειρο τα φραγκόσυκα, μου αρέσουν πολύ και μάλιστα όταν είναι αγουρωπά. Πήγα χθες πρωί-πρωί στο Νημπορειό με τη βάρκα μου - το πρωί με τη δροσιά μαλακώνουν τ’αγκαθάκια τους- και τα έκοψα από τη φραγκοσυκιά που έχω στο περβόλι μου, κάτω από τα Μιχαηλιδάκια. Τα έκοψα όλα, γέμισα τη γυάλα της βάρκας και μια τσάντα. Άφησα μόνο τους κώλους κάτι φραγκόσυκα με πολύ παχύ φλούδι και τις γρηές, που ‘ναι όλο κουκούτσια και δεν τρώγονται. Αυτά που ‘ταν χαμηλά τα έκοψα με μια χέρα που έκαμα από ένα μαλακό φραγκοσυκόφυλλο, ενώ τα άλλα που ‘ταν ψηλά, με τη χέρα που έχει τρεις βέργες σιδερένιες και είναι σαν χωνί, πάνω σε μια ρίγλα 2-3 μέτρων. Βάζεις μέσα στη χέρα το φραγκόσυκο, στρίβεις και κόβεται. Όταν φυσάει αέρας, θέλει να πας από ‘κει που φυσά, για να μην πεταχτούν  αγκαθάκια στα μάτια σου. Την έπαθα όταν ήμουν μικρός, μαθητής στην Α’ τάξη του Πανορμίτειου. Υπέφερα και μου ‘παν να πάω στο Δικισσάκι της Μαχαίρας, που μου το ‘βγαλε με τη γλώσσα της. Πιο παλιά ήταν και το Μαριγάκι του Μπαχουλλά, που ήξερε κι αυτή. Προσφορά ιατρικής περίθαλψης και βέβαια αμισθί. Έκοψα και 4 φύλλα, που το καθένα είχε 10-15 φραγκόσυκα και τα κρέμασα στον τοίχο σε σκιερό μέρος, για να τα φάμε αργότερα. Βρήκα επίσης και 2 μπαστάρδικα  φραγκόσυκα, αυτά που ‘ναι μαζί με το φύλλο, κολλημένα και τα κρέμασα κι αυτά. Παλιά οι γυναίκες έκοβαν έτσι τα φραγκόσυκα με το φύλλο, για τους άντρες των που έλειπαν στο ταξίδι, όπως λέει και το τραγουδάκι :

Έλα πουλί μου γλήορα

Ως του Σταυρού τον μήνα

Κι έχω σου και φραγκόσυκα

Στον τοίχο κρεμασμένα

Κι αν δεν έρτεις ως του Σταυρού

Θα τα βρεις σαπιμένα.

            Το απόγευμα θα κάμουμε μισοκοφτή με τα πιο ώριμα φραγκόσυκα, που για μένα είναι πιο καλή κι από τη σταφυλένη. Πλύνεις τα φραγκόσυκα – τότε τα αγκαθάκια μαλακώνουν και μπορείς να τα πιάσεις με το χέρι – τα κόβεις μπρος και πίσω τα χαράσσεις βαθιά κατά μήκος και τα βράζεις σε νερό καλά . Μετά τα στύβεις και το χυμό τον κάνεις μισό κοφτή με αλεύρι ή με μάτζαλη. Βάζεις μέσα όταν βράζει , κάμποσο πατριάρχη για να μυρίσει (θέλει 6 ποτήρια νερό και 1 μάτζαλη). Τη βάζεις σε πιάτα κι από πάνω μιστοκάρφι κοπανισμένο, σκόνη και την τρώεις και παίρνει η καρδιά σου. Θα βάλω, έτσι για το καλό, λίγη να ξεραθεί στον ήλιο, που  μ’ αρέσει, όπως παλιά. Θυμάμαι πηγαίναμε στο περβόλι μας, στη Δρακούντα και τι δεν κουβαλούσαμε, σταφύλια , σύκα καβασιλιώτικα, ατσιγκανάτα μαύρα , αππίδια κόκκινα και φραγκόσυκα γκατζοτενεκέδες γεμάτους. Γέμιζαν οι απλώντρες σύκα και καθαρισμένα

Στραβοκλείδι

φραγκόσυκα για να γίνουν ξερά και τα τρώγαμε μαζί και ξερή μισοκοφτή, στα χειμωνιάτικα ποσπέρια γύρω στο μαγκάλι. Πούντα τώρα; Έτρωγε όλος ο κόσμος φρούτα τζάπα και χωρίς ορμόνες και φυτοφάρμακα.

            Είπαμε, αν υπήρχε επιτήρηση, γλεπιός, τότε ο καθένας θα έβαζε δέντρα για να ’χει το καλοκαίρι το μαξούλι τους.

            Φοβάμαι όμως, πως αν συνεχιστεί αυτή η ιστορία θα χαθούν τα πάντα και οι φραγκοσυκιές. Γι’ αυτό ας φυτεύει ο καθένας μας όπου είναι δυνατό μια συκιά και μια φραγκοσυκιά , που πιάνει και εύκολα όπως λέμε  ‘‘σαν φραγκοσυκιά πιάνει’’ κι ας ελπίζουμε ότι στο πρόβλημα αυτό κάτι θα γίνει , ώστε το Πέδι , η Δρακούντα και τ’ άλλα μέρη να αποδίδουν καρπούς, όπως παλιά.

 

 

Σύντομο βιογραφικό σημείωμα. : Γεννήθηκε στη Σύμη της Δωδεκανήσου το 1938. Μετά τις εγκύκλιες σπουδές του στη Σύμη, σπούδασε Μαθηματικά στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και υπηρέτησε μαζί με τη σύζυγό του, Μαρία Ζεστού, καθηγήτρια Φυσικής Αγωγής, σε σχολεία Μ.Ε. και στη Στεριανή Ελλάδα, μα πιο πολλά χρόνια στη Ρόδο. Λατρεύει το αληθινό και το ωραίο. Είναι λίγο ζωγράφος και ποιητής. ΄Εχει πολλά που του δίνουν χαρά στη ζωή, μα πιο πολύ θέλει να δίνει αγάπη και να παίρνει. Μιχάλης και Ευαγγελία τα δυο του παιδιά. Τώρα κι αυτός κι η γυναίκα του συνταξιούχοι, ζουν στη Σύμη.