ΤΟ ΦΡΑΓΚΟΣΥΚΟ
Του Γιάννη Μ. Βολονάκη-Μαθηματικού
Μικρό είναι βαρελάκι με χιλιάδες δυο καρφάκια, δίχως λάδι ή κρασάκι, χυμό έχει και κουννάκια.
Σήμερα, πολύ πρωί, χαζεύοντας το όμορφο λιμάνι του Γιαλoύ,
που από το σπίτι μας φαίνεται σαν λίμνη, έφαγα 12 φραγκόσυκα. Φοβάμαι να
φάω πιο πολλά γιατί τότε μπορεί να χρειαστεί επέμβαση με
στραβοκλείδι, φρίεσαι δηλαδή. Τα καθάρισα με πιρούνι και μαχαίρι και όμως 2 αγκαθάκια
μου μπήχτηκαν στα δάχτυλα και τα ’βγαλα με το τσιμπιδάκι, αφού τα
εντόπισα πρώτα με τη γλώσσα. Ήταν όνειρο τα φραγκόσυκα, μου αρέσουν πολύ
και μάλιστα όταν είναι αγουρωπά. Πήγα χθες πρωί-πρωί στο Νημπορειό με τη
βάρκα μου - το πρωί με τη δροσιά μαλακώνουν τ’αγκαθάκια τους- και τα
έκοψα από τη φραγκοσυκιά που Έλα πουλί μου γλήορα Ως του Σταυρού τον μήνα Κι έχω σου και φραγκόσυκα Στον τοίχο κρεμασμένα Κι αν δεν έρτεις ως του Σταυρού Θα τα βρεις σαπιμένα. Το απόγευμα θα κάμουμε μισοκοφτή με τα πιο ώριμα φραγκόσυκα, που για μένα είναι πιο καλή κι από τη σταφυλένη. Πλύνεις τα φραγκόσυκα – τότε τα αγκαθάκια μαλακώνουν και μπορείς να τα πιάσεις με το χέρι – τα κόβεις μπρος και πίσω τα χαράσσεις βαθιά κατά μήκος και τα βράζεις σε νερό καλά . Μετά τα στύβεις και το χυμό τον κάνεις μισό κοφτή με αλεύρι ή με μάτζαλη. Βάζεις μέσα όταν βράζει , κάμποσο πατριάρχη για να μυρίσει (θέλει 6 ποτήρια νερό και 1 μάτζαλη). Τη βάζεις σε πιάτα κι από πάνω μιστοκάρφι κοπανισμένο, σκόνη και την τρώεις και παίρνει η καρδιά σου. Θα βάλω, έτσι για το καλό, λίγη να ξεραθεί στον ήλιο, που μ’ αρέσει, όπως παλιά. Θυμάμαι πηγαίναμε στο περβόλι μας, στη Δρακούντα και τι δεν κουβαλούσαμε, σταφύλια , σύκα καβασιλιώτικα, ατσιγκανάτα μαύρα , αππίδια κόκκινα και φραγκόσυκα γκατζοτενεκέδες γεμάτους. Γέμιζαν οι απλώντρες σύκα και καθαρισμένα
φραγκόσυκα για να γίνουν ξερά και τα τρώγαμε μαζί και ξερή μισοκοφτή, στα χειμωνιάτικα ποσπέρια γύρω στο μαγκάλι. Πούντα τώρα; Έτρωγε όλος ο κόσμος φρούτα τζάπα και χωρίς ορμόνες και φυτοφάρμακα. Είπαμε, αν υπήρχε επιτήρηση, γλεπιός, τότε ο καθένας θα έβαζε δέντρα για να ’χει το καλοκαίρι το μαξούλι τους. Φοβάμαι όμως, πως αν συνεχιστεί αυτή η ιστορία θα χαθούν τα πάντα και οι φραγκοσυκιές. Γι’ αυτό ας φυτεύει ο καθένας μας όπου είναι δυνατό μια συκιά και μια φραγκοσυκιά , που πιάνει και εύκολα όπως λέμε ‘‘σαν φραγκοσυκιά πιάνει’’ κι ας ελπίζουμε ότι στο πρόβλημα αυτό κάτι θα γίνει , ώστε το Πέδι , η Δρακούντα και τ’ άλλα μέρη να αποδίδουν καρπούς, όπως παλιά.
|
||
Σύντομο βιογραφικό σημείωμα. : Γεννήθηκε στη Σύμη της Δωδεκανήσου το 1938. Μετά τις εγκύκλιες σπουδές του στη Σύμη, σπούδασε Μαθηματικά στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και υπηρέτησε μαζί με τη σύζυγό του, Μαρία Ζεστού, καθηγήτρια Φυσικής Αγωγής, σε σχολεία Μ.Ε. και στη Στεριανή Ελλάδα, μα πιο πολλά χρόνια στη Ρόδο. Λατρεύει το αληθινό και το ωραίο. Είναι λίγο ζωγράφος και ποιητής. ΄Εχει πολλά που του δίνουν χαρά στη ζωή, μα πιο πολύ θέλει να δίνει αγάπη και να παίρνει. Μιχάλης και Ευαγγελία τα δυο του παιδιά. Τώρα κι αυτός κι η γυναίκα του συνταξιούχοι, ζουν στη Σύμη. |