ΔΕΙΓΜΑ ΕΠΙΤΥΜΒΙΑΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

 

Ιωάννη Μ. Βολονάκη

Αφήγηση : Ο ίδιος

  Πατήστε εδώ για την αφήγηση-Μπορείτε και να το αποθηκεύσετε

Στη Σύμη, υπάρχουν τάφοι του προπερασμένου αιώνα (μετά το 1860), μαρμάρινοι, με γλυπτά και επιτύμβιες πλάκες με επιγραφές σε γλώσσα μάλλον Ομηρική, σωστά καλλιτεχνήματα, που δηλώνουν και στους σημερινούς, πόσο ανεβασμένη ήταν η Σύμη. Έχουμε δείγματα γλυπτικής και λογοτεχνίας. Ένας τάφος, στο νεκροταφείο της Αγίας Ελικωνίδας, της Ευγενίας Μαστορίδη, συζύγου του Φώτη Μαστορίδη, σε μαρμάρινη πλάκα έχει σκαλισμένο το κείμενο:

«Λήμνω έν αμφιρύτη πνοιήν ηφύσσατο πρώτην, αυτόθι τε πνοιήν υστάτην έλιπεν Ευγενίη. Πάσησι μετέπρεπε θηλυτέρησιν ήθεσι μειλιχίοις και πινυτοφροσύνη. Κεδνή έην άλοχος, μήτηρ εσθλή, πολιήτις χρηστή και Χριστού λάτρις εν ευσεβίη. Τω μίν αποιχομένην ποθέουσι τέκνα ποθέει δε εν μεγαροίσι σύνευνος Μαστορίδης Φώτιος.

Ανεπαύθει εν Κυρίω  τη 21 Οκτωβρίου του χιλιοστού οκτακοσιοστού εννενηκοστού ενάτου έτους, εν ηλικία ετών τριών και εξήκοντα.»     

Και μία ελεύθερη μετάφραση του:

«Στο νησί της Λήμνου γεννήθηκε και εδώ (στη Σύμη) άφησε την τελευταία της πνοή η Ευγενία, που διακρινόταν από τις γυναίκες για το ευγενικό και ήπιο ήθος και τη φρονιμάδα της. Ήταν έντιμη, πιστή σύζυγος, καλή μητέρα, χρήσιμη και καλή πολίτης και λάτρευε τον Χριστό με ευσέβεια. Όμως τώρα που έφυγε μακριά την αναζητούν τα παιδιά της, την αναζητεί στο ανάκτορο τους και ο σύζυγος της Μαστορίδης Φώτιος. Ανεπαύθει εν Κυρίω την 21ην Οκτωβρίου του έτους 1899 σε ηλικία 63 ετών.»

Ο Φώτης Μαστορίδης ήταν ο πρώτος που χρησιμοποίησε στον κόσμο το σκάφανδρο, αυτή τη βαριά στολή του δύτη, με την περικεφαλαία και την αεραντλία, για την αλειία σφουγγαριών. Το έτος 1863 έφερε δύο σκάφανδρα στη Σύμη και αφού ο ίδιος έκανε επίδειξη-βουτιά, είδε ότι οι άλλοι δεν είχαν διάθεση να βουτήξουν. Τότε βούτηξε η σύζυγός του, η Ευγενία, 27 ετών. Λέγεται ότι ήταν έγκυος τριών μηνών και μετά από αυτήν βούτηξαν πολλοί και έτσι καθιερώθηκε στη Σύμη και μετά παγκόσμια, το σκάφανδρο στη σπογγαλιεία.

                                                           

                    Σύμη, Οκτώβρης 2004

 Γιάννης Μ. Βολονάκης