ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΙΧΑΛΗ ΦΩΤΑΡΑ Αφήγηση: ο ίδιος |
ΝΟΣΤΟΣ Έσωσε και πήρε μια στάλα ανάσα η Πλάση, από τη μεσημεριανή κουφόβραση, μες το κατακαλόκαιρο! Ίσκιοι πιάσαν κιόλας να πλανιούνται στα κατάρραχα και δαμασμένος, απ’ το μεροδούλη, ήλιος αχνοβάφει τις κορφές. Μυστηριακός ανασαμός, απ’ το πευκόδασο, σμίγει με τον ασίγαστο λάλο της γαλάζιας απεραντοσύνης! Αναμεσίς τους φειδοσέρνεται η ατέλειωτη, στέρφα αμμουδερή ακρογιαλιά π’ αντίσκοψε τω δυονώ τη φόρα. Τούτη, της θλίψης και της περισυλλογής την ώρα, Από το ξένο χώμα που σατανικά με κρατά, συχνά Σ’ αγναντεύω και το ταντάλειο μαρτύριο ζω κάθε φορά που η Ιέρια Νύχτα αργά, τελετουργικά Σ’ αποσκεπάζει νησάκι μας Σύμη.
|
ΠΡΩΤΟΦΙΛΗΜΑ Των σμαραγδένιων σου ματιών σα διάβασα τη λάμψη πως στις χαρές του έρωτα δε βρίσκεις ενοχή, η πεθυμιά, που πάσχιζε τη φρόνηση να κάμψει, άφησε κάθε δισταγμό και στείρα ’παντοχή.
Τότε πρωτοανάγειρα και τα γλυκά σου χείλη, αναρριγώντας σύγκορμος, εφίλησα κλεφτά· και Παραδείσου νόμισα πως άνοιξαν την Πύλη αγγέλοι, που σε ουρανούς μ’ ανέβασαν εφτά!
|
ΟΨΙΜΟΣ ΕΡΩΤΑΣ Ήρθες αργά· της ύστερης της νιότης μου στο γέρμα· στο θλιβερό κατήφορο προτού να κυλιστώ που οδηγεί αλάθευτα της ζήσης μας το τέρμα και ξύπνησες στα στήθη μου ηφαίστειο σβηστό!
Δίχως να θέλεις μ’ άνοιξες της συφφοράς τη θύρα· αγιάτρευτα με λάβωσες κι ανείπωτα πονώ· να σ’ αγαπώ ανέλπιδα μου φύλαξεν η Μοίρα κι αυτούς που πήρε ο θάνατος έφτασα να φτονώ!
Όμως σαν έρχομαι στο νου, από την παραζάλη που μ’ έρριξε της όψης σου η λαμπερή θωριά, για να σε βλέπω μοναχά θέλω να ζω και πάλι, μα η πληγή που μ’ άνοιξες δεν παίρνει γιατρειά.
|
ΑΝΤΑΠΟΔΟΣΗ Θεός να ήμουν θα ’θελα, μόνο για μια βδομάδα, να ’βαζα μερικά στραβά με τάξη στην αράδα.
Την καταδίκη του Αδάμ – για τόσο δα ένα κρίμα – ευτύς θα την ακύρωνα σαν ένα πρώτο βήμα.
Στων ιματίων τα κράσπεδα σ’ όσους κρεμάνε κρόσια και κατατρών ασύδοτοι των αφελών τα γρόσια,
απ’ το λαιμό θα κρέμαγα ασήκωτες κοτρόνες που θα τις εξεκόλλαγα απ’ αιχμηρούς πετρώνες.
Οι βασιλιάδες, ευγενείς κι άλλη παρόμοια λέρα πίσω από μαύρο λάβαρο θα τρέχαν νύχτα μέρα.
Τον κίτρινο θα έσφιγγα τον τύπο σε τανάλια Και τη σιγή θα επέβαλλα σε μερικά κανάλια.
Θα ’σωζα απ’ τους κυνηγούς πάπιες και πελεκάνους και το ΙRAQ θα γλύτωνα απ’ τους Αμερικάνους.
Σε μέρες έξι θα ’βαζα τέρμα σ’ αυτό το χάλι. Στην έβδομη θα ζήταγα θνητός να γίνω πάλι!
|
ΕΡΗΜΗΤΗΡΙ Ταπεινό καλύβι καλαμόφραχτο σε μιας πλαγιά το ξάγνατο, να μπαινοβγαίνει λεύτερα, απ’ τις χαραμάδες, τ’ αεράκι. Απ’ άντικρυ πότε ξελογιάστρα να στραφταλίζει η θάλασσα, πότε, μάνητας βγάζοντας άσπρους αφρούς, να διώχνει τα κύματα. Και το δικό του ξέφρενο σκοπό όταν σφυρίζει ο άνεμος, να ’ρχονται και να φεύγουν, απ’ τις μνημοχαραμάδες, οι θύμησες! Μέσα στο κάρωμα να νοιώθω της εκμηδένισης την αίστηση, λες και θα πάψει να μετρά, για μένα, πιά ο χρόνος άλλη μέρα.
|
ΜΝΗΜΕΣ Το να μπορώ ν’ αναπολώ τι έκανα, που πήγα, απ’ τα πολύ μικράτα μου ως το βαθύ μου γήρας, δεν το νογώ προνόμιο – και μάλιστα απ’ τα λίγα – αλλά παιχνίδι άσκημο της τραγικής μας Μοίρας
Τα περασμένα, που ’ρχονται στη μνήμη, μεγαλεία θλίψης κι οδύνης δάκρυα μου φέρνουνε στα μάτια· μοιάζουν με ταξιδιάρικα που ξεμακρύναν πλοία, με αιθερόλαμνα πουλιά, μ’ αφηνιασμένα άτια!
Χίλιες φορές, στου σκοτεινού Ασυνείδητου, τα βάθη να χάνονταν καλύτερα, δίχως ν’ αφήσουν ίχνος, τα που συγκάλυψε ο Καιρός μίση, αγάπες, πάθη να μη τα ξαναφώτιζε της μνήμης μου ο λύχνος.
|
ΣΤΕΡΝΟ ΑΡΑΞΟΒΟΛΙ Λαμνοκόπε, απόστασες σκυφτός να τραβάς κουπί· όμως, ανάγκη να κάμεις ακόμα κουράγιο! Κι αν σπάσαν μαδέρια κι’ αρμοί χάσκουνε, δίχως στουπί, Φέρε το σαπιοκάραβο στο στερνό μουράγιο.
Στις φουρτούνες ολόρθος κουμάνταρες δοιάκι, πανί· λίγο ακόμη σου μένει να δεις την Ιθάκη! Όπου να ’ναι καπνός από τα τζάκια θα φανεί· τότε ξαπόστασε κι εσύ! Είν’ όλα φενάκη!
|
Επηρεασμένος από τα σχόλια του τότε Δημάρχου κ. Σ. Σταυρή και του Λέκτορα του Πανεπιστημίου Αιγαίου κ. Κ. Φωτίου, κατά τη παρουσία του έργου, με πρωτοβουλία του Πολιτιστικού Οργανισμού του Δήμου, πήρα τη συγκατάθεση του συγγραφέα να δημοσιεύσω μερικά απ’ αυτά κι αντί βιογραφικού του σημειώματος παραθέτω ένα από τα προαναφερόμενα, επί του προκειμένου, σχόλια. Μ.Κ. * * * «Ο φίλος μου και συσπουδαστής μου στη Π. Ακαδημία, τα όμορφα χρόνια της πρώτης νιότης, Μιχάλης Φωτάρας, έχει να επιδείξει και κατά τη διάρκεια της ενεργού υπηρεσίας του, αλλά κι αργότερα μέχρι και σήμερα, πλούσιο σε περιεχόμενο μορφωτικό και πολιτιστικό έργο. Στο Δήμο Αφάντου – που του ’γινε δεύτερη πατρίδα μετά το γάμο του με την Καθολική Παπακυριακού – εργάστηκε, αρχικά ως δάσκαλος κι αργότερα ως Δ/ντής του 1ου Δημοτικού Σχολείου, με πρωτοφανή ζήλο και έφεση αφήνοντας, μετά την έξοδό του από την ενεργό υπηρεσία, ανεξίτηλα τα ίχνη της βιάβασής του. Για αποτελεσματικότερη απόδοση στο επίπονο έργο του εκπαιδευτικού δε δίστασε – παντρεμένος και με δύο τότε παιδιά – να πάρει επιτυχώς μέρος σε Πανελλήνιες Εξετάσεις εισαγωγής στη Σχολή Μετεκπαίδευσης Δασκάλων στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Με τα πρόσθετα εφόδια που απόχτησε κατά τη διετή φοίτησή εκεί συνέχισε, με ακόμη υψηλότερο φρόνημα, το έργο του παρά τις αντίξοες συνθήκες κάτω από τις οποίες λειτουργούσαν τα τότε Σχολεία, επεκτείνοντας τις δραστηριότητές του και στον πολιτιστικό τομέα. Σε εποχές απογοητευτικής πνευματικής απραξίας στην Ύπαιθρο και σε συνεργασία με την Δ/νση Γεωργίας Δωδ/σου, ίδρυσε και οργάνωσε Θεατρικό Όμιλο, συγκεντρώνοντας κάτω από τη στέγη του, τ’ απογεύματα, δεκάδες εφήβους και νέους επιμελούμενος, τόσο της σωστής εκμάθησης των θεατρικών ρόλων τους, όσο και μαθημάτων γενικής επιμόρφωσής τους. Μετείχε στα Δ. Συμβούλια των Πολιτιστικών Συλλόγων "ΠΗΓΑΣΟΣ" και "ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ" αναλαμβάνοντας, σε συνεργασία με το φίλο του και αξιόλογο λαογράφο συγγραφέα Τσαμπίκο Σηφόπουλο, την επιμέλεια περιοδικού και συμμετέχοντας στις αξιόλογες και αναγνωρισμένες απ’ όλους δραστηριότητες στο μορφωτικό, κοινωνικό και περιβαλλοντολογικό τομέα. Η αναγνώριση του Μιχάλη Φωτάρα ως ξεχωριστής πνευματικής προσωπικότητας, για το Δήμο Αφάντου, είναι καθολική κι αναμφισβήτητη. Ελπίζω πως με το σύντομο αυτόν Πρόλογο, προσεγγίζω καλύτερα το υπόβαθρο και το λόγο που αναδεικνύονται από τη δεύτερη ποιητική συλλογή του "ΚΡΥΦΕΣ ΑΛΗΘΕΙΕΣ " που μαζί μ’ εκείνην που εκδόθηκε προ διετίας, με τίτλο "ΑΠΟ ’ΔΩ ΚΙ ΑΠΟ ’ΚΕΙ ", εκφράζει τους σύγχρονους προβληματισμούς μας για τη ζωή και τον άνθρωπο».
Κ.ΦΩΤΙΟΥ
Λέκτορας – Ιστορικός - Αρχαιολόγος ΡΟΔΟΣ, ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ, 2004
|