ΞΥΠΝΑ ΜΑΡΓΙΩ ΤΟΥ ΠΡΩΤΕΝΙΟΥ
Κείμενο : Ειρήνης Μοσκόβη.
Αφήγηση: Ελένη Ζαχαρίου - Μαμαλίγκα
Σημείωση: Οι ιδιωματισμοί, (λέξεις με όχι μαύρο χρώμα), περιέχονται στη Ντοπιολαλιά και για εξήγησή τους αρκεί να κάνετε επάνω κλικ και πάλι να επιστρέφετε στο παραμύθι κάνοντας κλικ στο ΠΙΣΩ ή BACK (bookmark).
΄Ηταν Σαββατόβραδο ο ήλιος είχε κρυφτεί πιά πίσω απ΄ τα ψηλά βουνά της Σύμης. Γιατί η Σύμη έχει όμορφα ψηλά βουνά κι όμορφες κοπελιές όπως λέει και το τραγούδι,
Νίσυρος με τα΄αμπέλια σου Κρήτη με τις εληές σου Σύμη με τα ψηλά βουνά και με τις κοπελιές σου.
Λοιπόν ελέγαμε ότι ένα Σαββατόβραδο στα παλιά χρόνια ο ήλιος είχε βασιλέψει. Αυτό βέβαια δεν είναι τίποτε το εξαιρετικό. Το σπουδαίο είναι πως αυτή την ώρα μια γρηούλα με καρδιά άδολη και αγνή, μάζευε τα κορίτσια της γειτονιάς της για να πάνε στο ξωκκλησάκι του Παερμιώτη. Η γρηά αυτή ήταν το Μαργιώ του του Πρωτενιού. -Καμήτε κοράκια μου, εφώναξε. Καμήτε ά πάμε στο Παερμιώτη να μεθάρουμε (τακτοποιηθούμε) απού το βράδυ, για να λειτουργήσει αύριο πορνό-πορνό (πρωί-πρωί) ο παπάς μας. Τα κορίτσια ωστόσο είχαν ετοιμαστεί. Το καθένα κρατούσε λουλούδια πού κοψε απ΄ την ταρτάνα του, κεράκια, ένα φανάρι και λίγο φρέσκο κριθαρένιο ψωμί και τυρί. -Πάμε, κυρά-Μαργιώ ετοιμάστημε. -Χαντήστε, να σας χαρώ, χαντήστε. Οι μανάδες βγήκανε στις πόρτες. -Έχε έννοια, Μαργιώ μου, το Πολισσί μου, είπε το Δικισσί του Μαλαξού βγαίνοντας με το μύλο του καφέ στο χέρι. -Το Φωτενάκι μου και τα μάτια σου τα δυό, Πρωτενί μου, είπε το Σεβαστάκι του Φλούρου βγαίνοντας με τη κάλτσα πού έπλεκε. -Το Φωτενάκι μου κι η σκούφια σου, Μαργιώ μου. Είπε το Ουρανιό, το ακαμάτρικο <το τεμπέλικο> κρατώντας τη σαϊτα του αργαλειού. -Καλά, παιδάκια μου, καλά. Μη φοάστε (φοβάστε) . Ο Παερμιώτης μου ναι μεάλος (μεγάλος). Όποιος θα ΄γγίσει τα κοράκια (κοριτσάκια) μας θα ππέσει το ρημάδι του. -Να ππέσητε ήσυχες, κοράκια μου, με τη μιά βάντα … -Πολλά τα έτη σας. -Στο καλό, Μαργιώ μου … Η γρηούλα στηρίχθηκε στο μπαστούνι της, πήρε το ταγάρι στον ώμο της και κίνησε με τα κορίτσια … Σα βγήκανε έξω απ΄ τα σπίτια, άναψε τα φαναράκια τους γιατί άρχισε να νυχτώνει …. Τι ησυχία! Μόνο τα βήματά τους άκουγαν. Ξάφνου το Πολισσί του Μαλαξού ρώτησε το Μαργιώ. -Κυρά Μαργιώ, έμ μας λέεις, ππώς ηύρες το κόνισμα του Παερμιώτη κι έχτισες την εκκλησάν του; -΄Α ναι πε μας το, είπαν οι άλλες. -Μα κοράκια μου, έν έτυχε να το γροικήσητε καθόλου ; -Απ΄ άλλους ινναί (ναι), με εμείς θέλουμε να το γροικήσουμε από το στόμα σου. -Για να σας βάλω σικλέττι (σε φούρια), κόρες μου χρουσές, θα σας το πώ. Και το Μαργιώ του Πρωτενιού με την αγνή, αθώα. απονήρευτη καρδιά, άρχισε να λέει κι η μαραμμένη, μα γεμάτη πεποίθηση και πίστη φωνή της σκορπιζόταν στη ράχη τ΄ ασημωμένου βουνού κι έστελνε αντίλαλο, μακρυά, πολύ μακρυά πέρα στο ψηλό βουνό της Βίγλας. -Μιάν ημέρα, κοράκια μου χρουσά, εδώ και δεκαπέντε χρόνια, εκεί πού σκαβγα στη ρίτζα του ασκινού του χωραφιού μου, ήβρα ένα κονισματάκι μικρό-μικρό, πούχε πάνω ένα αρχάγγελο με γαλανά ματάκια και ξισπαθωμένο. Το φίλησα και τόβαλα στο κονοστάσι μου και θούμιασα. Όταν εσηκώθη το πορνόν-πορνόν <πρωί - πρωί>, πάω να το πιάσω κι έλειπε !.. -Τι μπου λέεις, καλέ Μαργιώ ; ! Αλεθινά ; -Ινναί κοράκια μου χρουσά, έλειπε. Εγώ έκαμα το σταυρό μου και ξεκίνησα για το χωράφι μου να γλυτώσω το σκάψιμο. Όταν έφτασα που λέητε στο περιβόλι, θωρώ πάλε το κονισματάκι στη ρίτζα του ασκινού. Μεάλη χάρη σου, Παερμιώτη μου! –Λοιπό εγώ τά χασα και μονοτάρου (όλως διόλου), εσταυροκοπήθη, το φίλησα και τόβαλα πάλε στον κόρφο μου … Μ΄ εκείνο έφυε πάλε και πήε στο χωράφι. Έ! Εγώ κοράκια μου, εφοήθη (φοφήθηκα) με τα καλά μου και πήα (επήγα) και ρώτηξα τον πνευματικό, τί μπου πρέπει να κάμω. Και κείνος είπε μου, ότι ο άγιος για να πααίννει (πηγαίνει) στο ίδιο μέρος, θα πεί πως θέλει να του κτίσω εγώ που τον ηύρα νεκκλησά σ΄ αυτό το μέρος. Εγώ τότες κοράκια μου επούλησα τις γουνέλλες (η αρχαία φορεσιά της συμιακιάς γυναίκας) μου, τ΄ αγκόρφια (κοσμήματα)μου, τις μπούκλες μου τις χρυσές (οι γυναικίες πόρπες), τη μεταξωτή βράκα του μακαρίτη μου, του τόχτισα και τόβγαλα Παερμιώτη. Η γρηά έπαψε … Ο ουρανός ξαστέρωσε και το φεγγάρι ολόγιομο φώτιζε τη ράχη του βουνού. -Ο Παερμιώτης, κοράκια μου, μας φέγγει. Σβησήτε τα φαναράκια σας …
Ωστόσο εφτάσανε στον Παερμιώτη … Το όμορφο εκκλησάκι ασημωμένο εστεκόταν στην άκρη του μικρού λιμανιού, τα ήρεμα σα λίμνης νερά του οποίου, καθρέφτιζαν το φεγγάρι και φρίσσανε με το φύσημα τ΄ αέρα. Μια μυρωδιά πεύκου ανάκατη με τη μυρωδιά της θάλασσας σκορπιζόταν γύρω. -Τι μεαλεία (μεγαλεία), πούχεις αόψε (απόψε) Παερμιώτη μου ! Μεάλη χάρη σου. Είπε η λευκόμαλλη γρηούλα κι άνοιξε τη πόρτα της εκκλησιάς. Σαν μπήκαν μέσα άναψαν τα καντήλια και προσκύνησαν. Όταν σε λίγο συγυρίσανε η γρηά είπε στα κορίτσια. –Κοράκια μου, ελάτε να ππέσουμε, (να κομηθούμε) γιατί αύριο θα σηκωστούμε πορνό-πορνό και σύναυγα. Τα κορίτσια έστρωσαν τα κιλίμια και σε λίγο εκοιμόνταν βαθιά ! Μόνο η γρηούλα δεν μπορούσε να κλείσει μάτι. Ένας φόβος, μια μεγάλη ανησυχία της έσφιγγε την καρδιά. Επί τέλους προσευχήθηκε και τη πήρε ο ύπνος. Μα σε λίγο μέσα στον ταραγμένο της ύπνο, άκουσε μια βαρειά, επιβλητική φωνή να βγαίνει μέσ΄ απ΄το ιερό: -ΞΥΠΝΑ ΜΑΡΓΙΩ ΤΟΥ ΠΡΩΤΕΝΙΟΥ, πάρε τα κορίτσια και φύγε. Η γρηά πετάχτηκε και έπεσε στα γόνατα. -Τι σούκαμα, Παερμιώτη μου, και βασανίτζεις με έτσε ; Τι μπού ναιν αυτά που λέεις ; Να φύω (να φύγω); Μπάς και θύμωσες πούσβησε το καντήλι σου ; Να σου το ΄υψω, παιδάκι μου. ΄Αναψε το καντήλι, το γέμισε έπειτα με λάδι και ξανακοιμήθηκε. Μα πάλι η ίδια φωνή, πιο επιβλητική και πιο βαρειά τώρα βρόντηξε. -Φύγε, Μαργιώ του Πρωτενιού, φύγε σου λέω, φύγε. Η δύστυχη γρηά πετάχτηκε τρέμοντας . . . Έξω απλωνόταν γαλήνη ! -Παερμιώτη μου , μη με τυραννείς έτσε και εγέρασα πιό. Φήκε (άφησέ με) με να πάρω έναν ύπνο, φήκε με, παιδάκι μου, μη με διώχτεις. Και ξανάκλεισε τα μάτια της. Μα πάλι η ίδια φωνή, μα αγριεμένη, αγνώριστη, επιτακτική τώρα, έκαμε να τρίξει η μεγάλη εικόνα του Παερμιώτη. -Φύγε σου λέω, Μαργιώ του Πρωτενιού, φύγε με τα κορίτσια. Μη θέλεις να με ντροπιάσεις, φύγε. Αυτή τη φορά η γρηά αγριεύτηκε. Πετάχτηκε απάνω ξύπνησε τα κορίτσια και τους φώναξε : -Πααίνουμεν, κοράκια (κοριτσάκια) μου, χαντήστε (πάμε). . . -Μεάλο (μεγάλο) κακό θα γενεί εδώ, αφού μας διώχτει ο Παερμιώτης μου. Χαντήστε, όπως είστε, χαντήστε. Τα κορίτσια, τρομαγμένα, σφίχτηκαν στο γέρικο κορμί της γρηάς, το αδυνατισμένο και βγήκαν έξω . . . Ίδια γαλήνη απλωνόταν σ΄ όλο το μέρος . . . Μόνο οι καρδιές τους και πιο πολύ η γέρικη καρδιά, ακουότανε να κτυπούν αδιάκοπα.
Σαν ανεβήκανε τ΄ ανήφορο και γύρισαν να δούν πίσω τους, είδαν κάτι τρομαχτικό, κάτι απίστευτο. Στο λιμάνι του Παερμιώτη είχαν αράξει δυό Τούρκικες φρεγάδες κι΄ όλος ο κάμπος ήτανε γεμάτος από κατακόκκινα φέσα και κάτασπρα σαρίκια. Τα κορίτσια σφίχτηκαν πάνω στη γρηά τρομαγμένα, αλλά κι ολότελα ήσυχα, και γονατίζοντας κάτω από τα πεύκα τα μυρωμένα, πάνω στα δροσάτα λουλούδια, προσευχήθηκαν σιωπηλά, κατανυχτικά, στο Σωτήρα τους. Η γρηά, η άγια εκείνη γρηούλα, έσκυψε το λευκόμαλλο κεφάλι της, σκούπισε δυό δάκρυα σιωπηλά και σφίγγοντας πάνω στο ξερό γέρικο κορμί της τα δροσάτα, παρθενικά κορμάκια των κοριτσιών ψιθύρισε ! . . . -Μεάλος είσαι, Παερμιώτη μου, και μεάλος θα γενείς ! Τα λόγια αυτά που τ΄ άκουσαν μόνο αυτή, η γύρω φύση, κι΄ οι αθώες καρδιές των κοριτσιών, τα πήρε τ΄ αέρι στα φτερά του και τ΄ ανέβασε ψηλά, πολύ ψηλά, στο περήφανο παλάτι της αλήθειας.
(Το παραμύθι είναι από το βιβλίο <ΤΗΣ ΣΥΜΗΣ ΤΑ ΨΗΛΑ ΒΟΥΝΑ-1949>) |
Σύντομο βιογραφικό σημείωμα: Η Ειρήνη Μοσκόβη γεννήθηκε στη Σύμη της Δωδεκανήσου. Ασχολήθηκε με τα γράμματα , την δημοσιογραφία και τη λαογραφία της ιδιαιτέρας της πατρίδος. Έχει δημοσιεύσει πολλά άρθρα και μελέτες σ’ εφημερίδες και περιοδικά. Υπήρξε επί διετία Διευθύντρια της εφημερίδος «Δωδεκανησιακά» και δημοσίευσε δύο τόμους με ηθογραφικά και λαογραφικά περιεχόμενα : «Της Σύμης τα ψηλά βουνά» 1953. Τα Παραμύθια της Ειρήνη Μοσκόβη μεταφράστηκαν στα Αγγλικά από τον Καθηγητή της γλωσσολογίας του Πανεπιστημίου του Όξφορντ P. Dokids το 1955. «Σύμη αγαπημένη» 1963. «Ξόρκια της Σύμης» λαογραφική μελέτη 1963. «Νιούρα» μυθιστόρημα 1965. «Αναστάσης Βρόντης» μυθιστορηματική βιογραφία 1966. |
Σύντομο βιογραφικό σημείωμα
: |