Ο ΒΟΣΚΟΣ ΚΙ Ο ΒΑΡΒΑΛΑΚΑΣ
Κείμενο : Ειρήνης Μοσκόβη
Διάλογοι: Ειρήνης Κάκαρη. Αφηγηματικό μέρος: Μαριλένας Παπαφίγγου.
Σημείωση: Οι ιδιωματισμοί, (λέξεις με όχι μαύρο χρώμα), περιέχονται στη Ντοπιολαλιά και για εξήγησή τους αρκεί να κάνετε επάνω κλικ και πάλι να επιστρέφετε στο παραμύθι κάνοντας κλικ στο ΠΙΣΩ ή BACK (bookmark).
ΕΙΧΑΜΕ ΞΕΚΙΝΗΣΕΙ πρωί-πρωί, για να επισκεφτούμε μερικά από τα γραφικά ξωκκλήσια του νησιού μας. Για οδηγό πήραμε την Ιουλία, μια κοπέλα είκοσι χρονώ, ψηλόσωμη και γεροδεμένη. Ήξερε τόσο καλά όλα τα μονοπάτια κι ανέβαινε τις ρεματιές και τις ανηφοριές πηδώντας σαν ζαρκάδι. -Σιγά-σιγά, Ιουλία, της φωνάζαμε, γιατί δεν μπορούμε να τρέχουμε . . . Μα η Ιουλία, δεν άλλαζε σκοπό. Γελούσε και μας φώναζε . . . -Ναγκάσητε (βιαστήτε) κομμάι να φτάσουμε . . . Και μεις καταϊδρωμένοι και λαχανιασμένοι ακολουθούσαμε την Ιουλία.
Επί τέλους φτάσαμε στον ΄Αη Κωσταντίνο. Το καταπράσινο ξωκκλήσι, περιτριγυρισμένο από τις κυδωνιές τις πορτοκαλιές και τις ολανθισμένες μανταρινιές, έμοιαζε σαν όαση στη κατάξερη τριγύρω φύση. Στο πεζούλι ένας γέρος βοσκός ακουμπισμένος στη γλίτσα του, φάνταζε σαν αξεχώριστο κομμάτι του τοπίου, κάτι σαν δένδρο, σαν μια μεγάλη πέτρα που αμέτρητα χρόνια δέχτηκε το χάδι του ήλου και το μαστίγωμα της βροχής . . . Τι όμορφα ! είπε η Αλεξάντρα, η δασκάλα του Παρθεναγωγείου, δεν πίστευα ποτέ πως ένα ξερόνησο, μπορούσε να κρύβει τέτοιες ασύγκριτες ομορφιές. Προτιμώ τις λιτές και δωρικές γραμμές του Συμιακού τοπίου από τις πληθωρικές καμπύλες της Κέρκυρας και της Ρόδου ! . . -Αφήστε τους θαυμασμούς κι ελάτε να ξεκουραστούμε, είπε ένας από την παρέα. -Δε μας λες, Αλεξάντρα, ρώτησε ένας άλλος - το νερό αυτό είναι πηγάζον ; -Μερικοί λένε, αποκρίθηκε η Αλεξάντρα, πως είναι πηγάζον. Ίσως όμως να είναι και σταλαχτίτες . . . -Λωλλή σαι κακομοίρα ! ακούστηκε μια άγνωστη φωνή. Γυρίσαμε όλοι και είδαμε το γέρο βοσκό, στην ίδια στάση με τα δασειά του φρύδια που κατέβαιναν και σκέπαζαν τα μάτια του. -Γιατί παππού του είπε η Αλεξάντρα. -Γιατί ; Γιατί κάεσαι (κάθεσαι) τώρα και τσαμπουνίτζεις (λέγω συνεχώς και χαμηλοφώνως προσβλητικά λόγια εις βάρος κάποιου) σταλαχτίτες και πηγάζον. Χρόνια πομένω (παραμένω) δωά και ξέω (ξεύρω),πως το νερό τ΄ αή Κωσταντίνου είναι τρεχάμενο. Εσύ από πού σαι κι εν ηξέεις (ξεύρεις) τι νερόν είναι ; Εν εγροίκησες (η παρακοή) ποτέ σου το τραούδι που λέουν.
Στον άη Κωσταντίνο Νερό τρεχάμενο . . .
-Μα, το ίδιο λέω κ΄ εγώ, του ξανάπε η Αλεξάντρα. -Είπα σου τα δα πως είσαι θεόλωλλη, της είπεν ο γέρος με πείσμα. Και πως σε λέουν ; -Αλεξάντρα. -Κρίμας τόνομα ! Αλεξάντρα λέουν και τη γυναίκα μου μ΄ εκείνη είναι γνωστική. -Δε μας λες παππού, τον ρωτήσαμε για ν΄αλλάξουμε συζήτηση κατεβαίνεις καθόλου στο Χωριό ; -Τι μπου θα πάω να κάμω . . . Εκατίβη (κατέβηκα) μια βολά (φορά) που παντρεύτην ο γυιός μου κι΄ άλλη μια που πέθανεν ο γαμπρός μου. -Βλέπετε πως υπάρχουν ακόμα στην εποχή μας πρωτόγονοι, είπε η Αλεξάντρα. Η τελευταία λέξη θύμωσε το γέρο. Νόμισε πως τον λέγαμε φοβιτσιάρη. -Πρέ σεις φώναξε, θαρρείτε πως τρώω άχερο ; Εμένα πρέ που με θωρείτε, ας είμαι και γέρος, λέει το η καρδιά μου. Επέρυσι είδα το Βαρβάλακκα (βρυκόλακα) της Νανούς (τοποθεσία της Σύμης), κι΄ έν εδείλιασε το μμάτι μου. -Πες μας παππού πως τον είδες και που ; του φωνάξαμε όλοι. -Να σας το πώ, είπεν ο γέρος κι΄ άρχισε τη διήγηση.
-Επέρυσι το Φλεβάρη έβοσκα τ΄ αρνιά μου στη Νανού. Εκόντευγε να βραδυάσει και ρκίνηξε (άρχισε) να ψηλοβρέχει. Εσκέφτη το λοιπονίς να μαέψω (μαζέψω) τ΄αρνιά μου και να τραβήξω για το Σωτήρη το Μικρό πούχα τη μάντρα μου. Ώσπου να σκεφτώ και να καλοσκεφτώ, εκατίβη μια άγρια μπόρα κι εσκουντούφλιασεν (σκοτείνιασε) ο κόσμος. Εκειά δίπλα μου ήτον η σπηλιά της Σκορδαλλούς. ΄Aν επήιτε (επήγατε) στη Νανού καμιά βολά θα την είδητε. Είναι τζερβά απού το νεκλησιδάκι του Παντελεήμονα. Που λέητε έμ-μου πόμενε (απέμενε) πιο καιρός να πάω πούετε. Η μπόρα εκατίβατζε (κατέβαζε) από ψηλά κάτι γκρεμμάρες (γκρεμούς), που κατρακυλούσαν ομπρός στα πόδια μου. Τ΄αρνιά μου τρομαγμένα, εκουλουριάστηκαν γύρου μου κι εθωρούσανμε κατάματα. Που να πάω ; Μηε δώ, μήε κεί. ΄Aς έμπω μέσα στη σπηλιά μαζί με τ΄αρνιά μου, είπα, ώσπου να περάσει η βροχή. Ενύχτιασε κι αντι να λιγοστεύγει η βροχή εδυνάμωνε πιο πολύ. Βροντές, αστραπές, αστροπελέκια, χαλασμός Κυρίου. Οι βουνάρες απού τη βροχή εξικολλούσαν κ΄εκατρακυλούσαν προς τη θάλασσα. Είπα πιο πως ήτον η Δευτέρα Παρουσία ! Τέτοιον κακό δε το χα ξαναδεί στη τζωή μου, ενενήντα χρονώ άθρωπος. ΄Aς είναι δά . . . είπα. ΄Aς ιξαπλώσω να ππέσω (κοιμηθώ) κομμάϊ κι ότι θέλει ας γενεί. Θέλητε από ψυχιμό (κούραση), θέλητε απού τη στενοχώρια μου επήρε με ο ύπνος. Θάχα ππέσει δυό τρείς ώρες κι άξαφνα ένιωσα μια δυνατή ππωματιά (σπρωξιά) και μια φωνή βροντάτη να μου λέει : -Ξύπνα, γέρο Γεωργαλλή. Τι μου θέλεις μέσα στο σπίτι μου ; Τρομαγμένος ένοιξα τα μάτια μου κι είδα ομπρός μου το Βαρβαλακκα της Νανούς ! . . . . Ήτον ένας ανθρώπακλος ντυμένος τσοπάνης σαν και μένα. Με τσεντύκια (τσεντίκι), με βράκες και με φέσι. Εγίμωνε γούλη (εγέμιζε όλη) τη σπηλιά. Εγώ εφαίνουμου σαν μερμύγκι ομπρός του. Γύρου του, τον εκλοθούσαν πολλά αρνιά ολόμαυρα κι αυτά. Είδα και τα τσαμπάλια πούχαν στο λαιμόν των, μ΄ έν εκουδουνίτζαν. Ο γέρος κουνούσε τα χέρια του, σαν νάθελε να μας κάμει να νιώσουμε πιο βαθειά αυτά που μας έλεγε. Τα μάτια του είχαν ανοίξει διάπλατα και κοίταζαν το κενό, λές κι αντίκριζαν το πιο φοβερό στοιχειό του νησιού. Και τότες προσέξαμε πως τα μάτια του εκατόχρονου γέρου ήταν γαλάζια, γεμάτα φως : σαν μάτια μικρού παιδιού που κοιτάζει με δέος τα μυστήρια της φύσης . . . Έτσι και μεις σαν είμαστε παιδιά τρέμαμε. Μόλις εβράδιαζε και μέναμε στα σκοτεινά βλέπαμε το Βαρβάλακκα, πότε γίγαντα πανύψηλο, μ΄ ένα μάτι καταμεσίς στο κούτελό του, και πότε με δυό μάτια κατακόκκινα που μας κοίταζαν άγρια. Τις σκέψεις μας αυτές σταμάτησε η φωνή του γέρου που ξανάρχισε να λέει : -Ετζάρωσα (ζάρωσα) σε μια γωνιά, μ΄ εκείνος είδε με και φώναξέ μου πάλε. Τι φωνή τον έκεινη ! Εκουνήθη γούλη η σπηλιά σαν να καμνε σεισμό ! -Σούπα να φύεις απού το σπίτιμ-μου. Εγώ χωρίς να τα χάσω είπα του ! -Και που να πάω με τέτοια βροχή ; Φήκε (άφησέ) με γιατί θα με πάρει ο ποταμός και μένα και τ΄ αρνιά μου. -Θα σε φήκω (αφήσω) αν μου κάμεις μια μεγάλη χάρη. -Αν μου περνά απού τη χέρα μου ας τη κάμω. -Περνά σου, είπε μου πάλε. ΄A παρακαλέσεις το Θεό, εσύ πούσαι καλός άθρωπος, να με συγχωρέσει για το φονικό πού καμα και να με φήκει να συχάσω . . . -Και τι φονικό ήταν αυτό που καμε, τον ρώτηξε η Αλεξάντρα ; -Λέουν πως ήτον βοσκός και πως μιάν ημέραν εσκότωσε για το καλιτέρεσι (άδικα) έναν άλλο βοσκό. Εγώ μια βολά έδωκα το λόο μου κι όταν κάμνω τη προσευκή μου παρακαλώ το Θεό να τον ισυγχωρέσει. ΄Aθρωπος ήτον κι αυτός. Μπορεί να μην έφτιε (έφταιγε) για κείνο πούκαμε. Ύστερα μόνον αυτός ήτον αμαρτωλός ; Γούλοι μας κάμνουμεν αμαρτίες. Και μια που τον εθυμήθημεν ας πάω να παρακαλέσω πάλε το Θεό ν΄ αναπάψει το κορμάκιν του στο χώμα . . . Σηκώθηκε απ΄ τη πέτρα που καθόταν, τέντωσε το ψηλό σαν έλατο κορμί του κι άρχισε να προχωρεί, αργά κ΄ επίσημα προς το ξωκκλήσι. Πήγαινε να δεηθεί στο Θεό για τον αμαρτωλό αδερφό του μ΄ όλη την αγνότητα της παιδιάτικης ψυχής του. Οι πρώτες σκιές της νύχτας κατέβαιναν απαλά από τον ουρανό κι απλώνονταν σιγά-σιγά στις πλαγιές, στα χαμόκλαδα. Τ΄ όνειρο κι η πραγματικότητα σμίγαν τη μυστική τούτην ώρα. Μόνο το ξωκκλήσι φάνταζε κάτασπρο σαν να το φώτιζε κάποιο μυστικό αστέρι. Η φλόγα της ψυχής ενός ανθρώπου που προσεύχεται με πίστη. Και το γλυκό κουδούνισμα των αρνιών έμοιαζε κι αυτό να υψώνεται σαν προσευχή στο Θεό για να συχωρέσει την ψυχή του Βαρβάλακκα της Νανούς.
(Το παραμύθι είναι από το βιβλίο <ΤΗΣ ΣΥΜΗΣ ΤΑ ΨΗΛΑ ΒΟΥΝΑ-1949>) |
|
Σύντομο βιογραφικό σημείωμα: Η Ειρήνη Μοσκόβη γεννήθηκε στη Σύμη της Δωδεκανήσου. Ασχολήθηκε με τα γράμματα , την δημοσιογραφία και τη λαογραφία της ιδιαιτέρας της πατρίδος. Έχει δημοσιεύσει πολλά άρθρα και μελέτες σ’ εφημερίδες και περιοδικά. Υπήρξε επί διετία Διευθύντρια της εφημερίδος «Δωδεκανησιακά» και δημοσίευσε δύο τόμους με ηθογραφικά και λαογραφικά περιεχόμενα : «Της Σύμης τα ψηλά βουνά» 1953. Τα Παραμύθια της Ειρήνη Μοσκόβη μεταφράστηκαν στα Αγγλικά από τον Καθηγητή της γλωσσολογίας του Πανεπιστημίου του Όξφορντ P. Dokids το 1955. «Σύμη αγαπημένη» 1963. «Ξόρκια της Σύμης» λαογραφική μελέτη 1963. «Νιούρα» μυθιστόρημα 1965. «Αναστάσης Βρόντης» μυθιστορηματική βιογραφία 1966.
|
|
Σύντομο βιογραφικό σημείωμα: Η Ειρήνη Ζουρούδη-Κάκαρη: Γεννήθηκε το 1962 στη Σύμη όπου τελείωσε το Ενιαίο Λύκειο. Ζει στη Ρόδο και είναι απόφοιτη λογιστικής σχολής. Είναι έγγαμη, ο σύζυγός της Μιχάλης Κάκαρης, και μητέρα δυο παιδιών, του Γιώργου που ακολουθεί επαγγελματικά τα αχνάρια του πατέρα του και της Μαρίας που είναι τελειόφοιτος της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Η Ειρήνη, παράλληλα με το επάγγελμά της, ασχολείται με το θέατρο και άλλες εκδηλώσεις σχετικά με τη Σύμη.
|
|
|