ΤΟ ΤΣΟΥΚΑΛΑΚΙ

 

Παραμύττι μύθαρος

κι η κοιλιά σου πύθαρος

και του μαύρου πετεινού

καρκαδιά στη μύττη σου.

 

   Μια βολά κι ένα καιρό ήτο μια μαμά κι ένεχε παιδιά. Επαρακάλα λοιπόν την Παναγιά και  έλεέ ντης:

-Παναγιά μου και Χριστέ μου στείλε μου ένα παιδάκι ας είναι κι ένα τσουκαλάκι!

Ελυπήθη ντη το λοιπόν η Παναγιά κι έστειλέ ντης ένα τσουκαλάκι.

Έπλυνέ ντο κι έβαλέ ντο στον ήλιο να στεγνώσει.

Επέρασε μια γριά και μόλις το δε είπε

-Καλέ έουτο είναι καλό να μαειρεύγω μέσα! Επήρε ντο στο σπίτι ντης και μαείρεψε το φαί ντης.

Έφυε το τσουκαλάκι και πήε στη μάνα ντου και εφώνατζέ ντης:                                 

-Μαμά! Μαμά! Νοίξε μου και φαί, φαί σου φέρνω!                                                  

-Μπρε! Το τσουκαλάκι μου! Το καλό μου το παιδάκι! Που μου' φέρε φαί να φάω!

 Έφαε το φαί η μαμά έπλυνέ ντο και έβαλέ ντο πάλε στον ήλιο να στεγνώσει.

 Επέρασε κι ένας γέρος και μόλις το δε είπε:                                                   

-Καλέ έουτο είναι καλό να βάλλω μέσα τα μαεδιά μου!  Επήρε ντο ματζί ντου στο σπίτι ντου και 'βαλε  μέσα τα μαεδιά του .                       

Έφυε πάλε  το τσουκαλάκι και πήε στη μάνα ντου και φώνατζέ ντης:                              

-Mαμά! Μαμά! Νοίξε μου και μαεδιά σου φέρνω!                                                     

-Μπρε! Το τσουκαλάκι μου! Το καλό μου το παιδάκι! Που μου 'φέρε μαεδιά!                         

Επήρε λοιπόν τα μαεδιά και φύλαξέ ντα. Έπλυνέ ντο πάλε το τσουκαλάκι και έβαλέ ντο πάλε

στον ήλιο να στεγνώσει. Επέρασε πάλε μια γριά και μόλις το δε είπε :                                                                 

-Καλέ έουτο είναι καλό να κάμνω μέσα τα κακκά μου! Επήρε ντο λοιπόν στο σπίτι ντης,κι έκαμε μέσα τα κακκά της.                                            

Έφυε πάλε το τσουκαλάκι και πήε στη μάνα ντου και εφώνατζέ της:                               

-Μαμά! Μαμά! Νοίξε μου και κακκά, κακκά σου φέρνω!                                              

-Μπρε! Ούστου απ' εδώ παλιοτσουκάλο! Που μου 'φέρες και κακκά! Έδωκε ντου μια και έριξέ  ντο στην κοπριά .        

Και λέει της το τσουκαλάκι:                                                                   

-Το φαί μου ήθελες το, τα μαεδιά μου ήθελες τα,  τα κακκά μου έντα θέλεις ;                                                                                                               

 

     Το τσουκαλάκι είναι ένα λα΄ι΄κό παραδοσιακό παραμύθι της Σύμης που πολλές γενιές μεγάλωσαν ακούγοντάς το.

     'Οταν ήμουν μικρή μου το έλεγε η μάνα μου και η Κυριακή Μιχαλούτσου Αναστασιάδη.

Εγώ με τη σειρά μου το έχω μάθει στα 4 παιδιά μου.

Εντύπωση μου έκανε όταν το άκουσα από δυο φίλες μου και τα παιδιά τους.

Έχουν βέβαια Συμιακιά καταγωγή αλλά δεν έχουν πάει ποτέ στη Σύμη. Το έμαθαν από τη γιαγιά τους Ειρήνη Χάσκα το γένος Κάλφα που ήταν μαία στην περιοχή του Αγίου Νείλου στον Πειραιά. 

 

 

Σαλαμίνα: 3/3/2007.